Η ανεργία έφτασε το 23,6% στο δεύτερο τρίμηνο του 2012, δηλαδή, σχεδόν ένας
στους τέσσερις συμμετέχοντες στο εργατικό δυναμικό, ενώ έχει κάνει συγκεκριμένες
ενέργειες για αναζήτηση εργασίας, δεν έχει καταφέρει να εργαστεί ούτε μία ώρα
κατά την εβδομάδα που πραγματοποιήθηκε η έρευνα εργατικού δυναμικού (αυτός είναι
και ο επίσημος ορισμός της ανεργίας σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του ILO το
1981, ουδέποτε κατάλαβα ποια είναι η λεγόμενη «πραγματική» ανεργία). Αποτελεί
σαφώς κοινοτοπία να πει κανείς ότι η εκτίναξη της ανεργίας (υπερτριπλασιασμός σε
σχέση με το 7,2% του αντίστοιχου τριμήνου του 2008) οφείλεται στην ύφεση που
ξεκίνησε το 2008 και εντάθηκε δραματικά με τις πολιτικές δημοσιονομικής
συρρίκνωσης που εφαρμόζονται από το 2010.
Έχει ωστόσο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τη δυναμική της ανεργίας, τις ροές δηλαδή που την καθορίζουν. Ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά τόσο οι απασχολούμενοι όσο και οι άνεργοι δεν είναι καθόλου στάσιμα μεγέθη. Χιλιάδες μισθωτοί χάνουν τη δουλειά τους όπως και χιλιάδες άνεργοι βρίσκουν δουλειά καθημερινά και το καθαρό αποτέλεσμα αυτών των ροών, του ρυθμού εύρεσης και απώλειας εργασίας, διαμορφώνει αυτό που βλέπουμε τελικά σαν ποσοστό ανεργίας. Αξίζει λοιπόν να μελετήσουμε τις ροές μισθωτής απασχόλησης που δημοσιοποιεί ο ΟΑΕΔ για τις προσλήψεις, απολύσεις και αποχωρήσεις που πραγματοποιούνται κάθε μήνα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η κρίση εκδηλώθηκε με μια εντυπωσιακή μείωση των προσλήψεων. Συγκεκριμένα, ο μέσος αριθμός προσλήψεων το 2008 ήταν 97.500 προσλήψεις τον μήνα, ενώ ο αντίστοιχος μηνιαίος μέσος αριθμός για το 2012 ήταν μόλις 66.800 προσλήψεις. Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των απολύσεων παρουσιάζει σταθερότητα: από έναν μέσο αριθμό 59.000 απολύσεων τον μήνα το 2008 έχει μειωθεί οριακά στις 57.000 το 2012 (έχοντας φτάσει τις 61.500 το 2011). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κύρια αιτία πίσω από τη θεαματική αύξηση της ανεργίας ήταν η μείωση των προσλήψεων και όχι η αύξηση των απολύσεων, όπως διατυπώνεται συχνά. Με απλά λόγια, το πρόβλημα δεν είναι (τόσο) ότι χάνει κανείς τη δουλειά του, αλλά ότι πολύ δύσκολα ξαναβρίσκει άλλη.
Η σημασία των ρυθμών εύρεσης και απώλειας εργασίας μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με μια σχετικά απλή μεθοδολογία1. Για την πρόσφατη περίοδο αύξησης της ανεργίας, δηλαδή τα τρεισήμισι χρόνια από το 2009 μέχρι και τον Μάιο του 2012, οι διακυμάνσεις της ανεργίας μπορούν να αποδοθούν στις μεταβολές του ρυθμού εύρεσης εργασίας σε αναλογία 77/23 σε σχέση με τον ρυθμό απώλειας εργασίας. Δηλαδή, για κάθε μονάδα αύξησης του ποσοστού ανεργίας, οι 0,77 μονάδες οφείλονταν σε μείωση του ρυθμού εύρεσης εργασίας και μόνο οι 0,23 μονάδες σε αύξηση του ρυθμού απώλειας εργασίας. Με απλά λόγια, η μείωση των προσλήψεων είναι ο ισχυρότερος παράγοντας αύξησης του ποσοστού ανεργίας.
Όμως αυτή η αναλογία δεν είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια των τρεισήμισι χρόνων της κρίσης. Στα πρώτα δύο χρόνια, 2009-2010, η συνεισφορά των προσλήψεων είναι μεγαλύτερη, της τάξης του 90/10, ενώ στον τελευταίο ενάμιση χρόνο, από το 2011 μέχρι τον Μάιο του 2012, η αναλογία είναι περίπου 70/30, δηλαδή αυξήθηκε σημαντικά η συνεισφορά του ρυθμού απώλειας εργασίας.
Αυτό που μεσολάβησε και επηρέασε τον ρυθμό τον απολύσεων δεν είναι άλλο από τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που αφορούσαν το καθεστώς προστασίας της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το 2010 ψηφίστηκαν οι νόμοι 3863 (Ιούλιος) και 3899 (Δεκέμβριος) που, μεταξύ άλλων, περιόρισαν τον χρόνο προειδοποίησης απόλυσης, αύξησαν τα όρια των ομαδικών απολύσεων και, το σημαντικότερο, αύξησαν το διάστημα όπου ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση, από τους δύο μήνες στο ένα έτος. Η ενίσχυση της σημασίας των απολύσεων στην αύξηση της ανεργίας παρατηρείται από το 2011, από τότε δηλαδή που το νέο «ευέλικτο» καθεστώς τέθηκε σε ισχύ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις (που δεν είναι ξεκάθαρο αν έχουν υπαγορευτεί από την τρόικα ή είναι εγχώριας προέλευσης) όχι μόνο δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την ανεργία – όπως ισχυρίζονταν – αλλά αντίθετα επιτάχυναν τον ρυθμό απολύσεων και την αύξηση της ανεργίας. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να αξιολογηθούν και οι νέες προτάσεις για τα εργασιακά που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την περαιτέρω χαλάρωση των ρυθμίσεων προστασίας της απασχόλησης. Το αυτονόητο αποτέλεσμα θα είναι η μεγαλύτερη ενθάρρυνση των απολύσεων με προφανείς επιπτώσεις στην ανεργία.
πηγή: Αυγή
Έχει ωστόσο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τη δυναμική της ανεργίας, τις ροές δηλαδή που την καθορίζουν. Ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά τόσο οι απασχολούμενοι όσο και οι άνεργοι δεν είναι καθόλου στάσιμα μεγέθη. Χιλιάδες μισθωτοί χάνουν τη δουλειά τους όπως και χιλιάδες άνεργοι βρίσκουν δουλειά καθημερινά και το καθαρό αποτέλεσμα αυτών των ροών, του ρυθμού εύρεσης και απώλειας εργασίας, διαμορφώνει αυτό που βλέπουμε τελικά σαν ποσοστό ανεργίας. Αξίζει λοιπόν να μελετήσουμε τις ροές μισθωτής απασχόλησης που δημοσιοποιεί ο ΟΑΕΔ για τις προσλήψεις, απολύσεις και αποχωρήσεις που πραγματοποιούνται κάθε μήνα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η κρίση εκδηλώθηκε με μια εντυπωσιακή μείωση των προσλήψεων. Συγκεκριμένα, ο μέσος αριθμός προσλήψεων το 2008 ήταν 97.500 προσλήψεις τον μήνα, ενώ ο αντίστοιχος μηνιαίος μέσος αριθμός για το 2012 ήταν μόλις 66.800 προσλήψεις. Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των απολύσεων παρουσιάζει σταθερότητα: από έναν μέσο αριθμό 59.000 απολύσεων τον μήνα το 2008 έχει μειωθεί οριακά στις 57.000 το 2012 (έχοντας φτάσει τις 61.500 το 2011). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κύρια αιτία πίσω από τη θεαματική αύξηση της ανεργίας ήταν η μείωση των προσλήψεων και όχι η αύξηση των απολύσεων, όπως διατυπώνεται συχνά. Με απλά λόγια, το πρόβλημα δεν είναι (τόσο) ότι χάνει κανείς τη δουλειά του, αλλά ότι πολύ δύσκολα ξαναβρίσκει άλλη.
Η σημασία των ρυθμών εύρεσης και απώλειας εργασίας μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με μια σχετικά απλή μεθοδολογία1. Για την πρόσφατη περίοδο αύξησης της ανεργίας, δηλαδή τα τρεισήμισι χρόνια από το 2009 μέχρι και τον Μάιο του 2012, οι διακυμάνσεις της ανεργίας μπορούν να αποδοθούν στις μεταβολές του ρυθμού εύρεσης εργασίας σε αναλογία 77/23 σε σχέση με τον ρυθμό απώλειας εργασίας. Δηλαδή, για κάθε μονάδα αύξησης του ποσοστού ανεργίας, οι 0,77 μονάδες οφείλονταν σε μείωση του ρυθμού εύρεσης εργασίας και μόνο οι 0,23 μονάδες σε αύξηση του ρυθμού απώλειας εργασίας. Με απλά λόγια, η μείωση των προσλήψεων είναι ο ισχυρότερος παράγοντας αύξησης του ποσοστού ανεργίας.
Όμως αυτή η αναλογία δεν είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια των τρεισήμισι χρόνων της κρίσης. Στα πρώτα δύο χρόνια, 2009-2010, η συνεισφορά των προσλήψεων είναι μεγαλύτερη, της τάξης του 90/10, ενώ στον τελευταίο ενάμιση χρόνο, από το 2011 μέχρι τον Μάιο του 2012, η αναλογία είναι περίπου 70/30, δηλαδή αυξήθηκε σημαντικά η συνεισφορά του ρυθμού απώλειας εργασίας.
Αυτό που μεσολάβησε και επηρέασε τον ρυθμό τον απολύσεων δεν είναι άλλο από τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που αφορούσαν το καθεστώς προστασίας της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το 2010 ψηφίστηκαν οι νόμοι 3863 (Ιούλιος) και 3899 (Δεκέμβριος) που, μεταξύ άλλων, περιόρισαν τον χρόνο προειδοποίησης απόλυσης, αύξησαν τα όρια των ομαδικών απολύσεων και, το σημαντικότερο, αύξησαν το διάστημα όπου ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση, από τους δύο μήνες στο ένα έτος. Η ενίσχυση της σημασίας των απολύσεων στην αύξηση της ανεργίας παρατηρείται από το 2011, από τότε δηλαδή που το νέο «ευέλικτο» καθεστώς τέθηκε σε ισχύ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις (που δεν είναι ξεκάθαρο αν έχουν υπαγορευτεί από την τρόικα ή είναι εγχώριας προέλευσης) όχι μόνο δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν την ανεργία – όπως ισχυρίζονταν – αλλά αντίθετα επιτάχυναν τον ρυθμό απολύσεων και την αύξηση της ανεργίας. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να αξιολογηθούν και οι νέες προτάσεις για τα εργασιακά που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την περαιτέρω χαλάρωση των ρυθμίσεων προστασίας της απασχόλησης. Το αυτονόητο αποτέλεσμα θα είναι η μεγαλύτερη ενθάρρυνση των απολύσεων με προφανείς επιπτώσεις στην ανεργία.
πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου