10 Δεκ 2021

Απ 873/21 Ακυρότητας σύμβασης εργασίας μισθοτού που εργαζόταν χωρίς να είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο/πιστοποιητικό υγείας

 Απόφαση 873/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κρίνει  Περίπτωση διαδοχικών καταγγελιών συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ο οποίος εργαζόταν ως σερβιτόρος σε κατάστημα του εναγομένου που λειτουργούσε εποχικά - Αγωγή για να αναγνωριστεί η ακυρότητα της τελευταίας καταγγελίας και αξίωση για μισθούς υπερημερίας, προσαύξηση απασχόλησης σε Κυριακές, αργίες και νύκτα και για επιδόματα εορτών. Κρίση περί ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ο οποίος εργαζόταν χωρίς να είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο/πιστοποιητικό υγείας. Στην περίπτωση καταγγελίας άκυρης σύμβασης εργασίας οφείλεται, η εκ του νόμου προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, αλλά ο εργοδότης δεν περιέρχεται σε υπερημερία.Δεκτή εν μέρει η αγωγή. Δεκτή η από 11.06.2020 έφεση κατά της υπ'αρίθμ. 1896/19 απόφασης του ΜονΠρωτΑθηνών.

δείτε την απόφαση:


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 3ο  

ΑΠΟΦΑΣΗ 873/2021

 

Αποτελούμενο από την Δικαστή Κωνσταντίνα Κωτσοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.

Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριο του την 26 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:

Του εκκαλούντος - εφεσίβλητου: ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λυκοκάπη, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.ΠολΛ..

Του εκκαλούντος - εφεσίβλητου: ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Αναστασά, η οποία παραστάθηκε με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών - εφεσίβλητος με την από 26.06.2017 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../.../2017 ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1896/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν η ενάγουσα με την από 10.02.2020 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../.../2020 και ο εναγόμενος με την από 11.06.2020 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ....../2020.

Οι εφέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν, κατά την σημερινή δικάσιμο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις έγγραφες προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτο, όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Α) η από 10.02.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../.../2020 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος και Β) η από 11.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ....../2020 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου , οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1896/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών - περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Οι κρινόμενες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 498, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1,517 περ. α, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4335/2015, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, μέσα στα όρια που καθορίζονται από τις ως άνω εφέσεις, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το οικείο δικόγραφο, παραδεκτά διορθώθηκε κατ' αρθρ. 224 ΚΠολΔ και κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, που διατηρεί επιχείρηση (ψαροταβέρνα) στην ..., στις 27.10.2013, για να εργαστεί ως σερβιτόρος, αρχικά για διήμερη εργασία εβδομαδιαίως, οκτάωρης διάρκειας , από τον Αύγουστο του 2015 με πλήρη απασχόληση, αντί νομίμων αποδοχών (ποσοστό 10% επί του ημερήσιου τζίρου, πλέον επιδομάτων και προσαυξήσεων). Ότι ο εναγόμενος δεν τηρούσε τους όρους της σύμβασης εργασίας και ειδικότερα ότι τον απασχολούσε πλέον του οκταώρου, Κυριακές - αργίες και νύκτα, κατά τα στην αγωγή αναλυτικά ιστορούμενα, χωρίς να του καταβάλλει τις νόμιμες προσαυξήσεις και επίσης ότι δεν του χορηγούσε τη νόμιμη άδεια, ούτε τα επιδόματα εορτών και αδείας. Ότι στις 3.4.2017 ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, καταγγελία η οποία είναι άκυρη αφενός μεν διότι δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και αφετέρου επειδή είναι καταχρηστική, καθώς έλαβε χώρα από λόγους εκδίκησης, εξαιτίας της απαίτησης του ενάγοντος να εφαρμόζει ο εναγόμενος την κείμενη νομοθεσία, να τον ασφαλίζει για όλες τις ημέρες εργασίας του και να του καταβάλλει το σύνολο των δικαιούμενων επιδομάτων και όχι μέρος μόνον αυτών, και ειδικότερα ολόκληρο το οφειλόμενο δώρο Πάσχα. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής και μερικής τροπής του σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιέχεται στις προτάσεις του (άρθρα 223,294, 295, 297 ΚΠολΔ), ζητεί (Α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 3.4.2017 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τον απασχολεί πραγματικά, να απειληθεί δε εις βάρος του χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης απασχόλησης του, (Β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει (α) 9.101,25 ευρώ για μισθούς υπερημερίας διαστήματος από 3.4.2017 έως 3.11.2017, (β) για προσαύξηση απασχόλησης σε Κυριακές, αργίες και νύκτα, κατά το διάστημα από 27.10.2013 έως 3.4.2017, ποσά 5.279,16, 879,86 και 1.283,94 ευρώ, αντίστοιχα, να αναγνωριστεί δε ότι ο εναγόμενος του οφείλει και (γ) για επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2014-2016 ποσό 5.624,25 ευρώ, (δ) για αποζημίωση μη χορηγηθείσας άδειας, πλέον προσαύξησης 100%, ετών 2014-2016 ποσό 5.824,80 ευρώ (ε) για αποδοχές υπερεργασίας και κατ' εξαίρεση υπερωρίας, ως άνω διαστήματος, ποσά 4.164,60 ευρώ και 28.199,00 ευρώ και (στ) ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης που του προκλήθηκε από την άκυρη απόλυση του, που προσέβαλε την προσωπικότητα του, το ποσό των 3.000 ευρώ. Επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει τα αγωγικά κονδύλια των αποδοχών απασχόλησης Κυριακών , ποσού 5.279,16 ευρώ , των αποδοχών για επιδόματα εορτών και αδείας , ποσού 5.624,25 ευρώ, των αποδοχών για μη χορηγηθείσα άδεια , ποσού 5.824,80 ευρώ, των αποδοχών για απασχόληση αργιών, ποσού 879,86 ευρώ και των αποδοχών για νυχτερινή εργασία , ποσού 1.283,94 ευρώ , και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούταν να του καταβάλλει τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια του επικουρικού αιτήματος συνολικού ποσού 34.723 ευρώ , νομιμότοκα δε όλα τα παραπάνω ποσά από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε κάθε επιμέρους αξίωση, άλλως από την απόλυση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την προαναφερθείσα απόφασή του, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή , υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.701,96 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.305,47 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο η ενάγουσα όσο και η εναγομένη με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε για τον μεν ενάγοντα να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή , για τον δε εναγόμενο να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρίαν.

I. Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648 AK, 1 και 3 Ν. 2112/20, 5 Ν. 3198/55, 1, 3 παρ. παρ. 1 και 5 του ΒΔ της 16-7-1920 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 74 A παρ. 2 του Ν. 3863/10 «Νέο ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (ΦΕΚ A 115) —που έχει εφαρμογή εν προκειμένω λόγω του χρόνου συνάψεως της επίδικης σύμβασης— η οποία προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 εδ. α του Ν. 3899/10 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας» (ΦΕΚ A 212), ορίσθηκε ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης εκτός αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει περισσότερο ευέλικτη την αγορά εργασίας με στόχο την αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων και την συνακόλουθη μείωση της ανεργίας σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, πέραν του ότι επεκτείνει σε ένα έτος από τους δύο μήνες που προέβλεπε το άρθρο 1 του Ν. 2112/20, το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη του μισθωτού, κατά το οποίο είναι δυνατή η από τον εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση και χωρίς καταβολή αποζημίωσης, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας των μερών, καθιερώνει, σε αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 1 του Ν. 2112/20), που δεν προέβλεπε κάτι σχετικό, νομικό πλάσμα χαρακτηρίζοντας για πρώτη φορά νομοθετικά την ως άνω αρχική δωδεκάμηνη περίοδο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, ήτοι περιόδου κατά την οποία ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να διαπιστώνει τις ικανότητες και την καταλληλότητα του εργαζομένου και σε περίπτωση που κρίνει, κατ' αντικειμενική και δίκαιη κρίση, ότι δεν είναι κατάλληλος για την θέση στην οποία προσλήφθηκε, να καταγγείλει την σύμβαση, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης (ΑΠ 1719/12, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς).

II. Από το άρθρ. 14 της A1β/8557/1983 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β' 526), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940 και αντικαταστάθηκε με την 8405/1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β'), σε συνδυασμό με τα άρθρ. 3, 174 και 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της συμβάσεως των εργαζομένων ως σερβιτόρων. Αν όμως μετά την απόκτηση του βιβλιαρίου ή τη θεώρησή του εξακολουθεί η παροχή της σχετικής εργασίας, θεωρείται ότι επικυρώθηκε η άκυρη σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματά της σαν να ήταν από την αρχή έγκυρη, σύμφωνα με το άρθρ. 183 του ΑΚ. Για να είναι, όμως, ορισμένη και νόμιμη η αγωγή που ερείδεται σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επιδιώκει την πληρωμή οφειλόμενων μισθών, δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφό της ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας, διότι η έλλειψή της αποτελεί ένσταση του εναγόμενου εργοδότη περί ακυρότητας της συμβάσεως, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Προς αντίκρουση δε του ισχυρισμού αυτού, ο εργαζόμενος μπορεί να επικαλεσθεί και προσκομίσει το θεωρημένο βιβλιάριο υγείας του, ακόμη και με την προσθήκη των προτάσεών του, όταν ο ισχυρισμός προτάθηκε το πρώτον κατά τη συζήτηση της αγωγής.

III.      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 904 και 908 AK, 1 παρ. 1 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1 και 2 και 3 παρ. 1 και 2 της ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, 1 παρ. 1, 2 και 3 α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 ν. 435/1976, 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/1984, ΦΕΚ Β’ 81) και 4 ν. 2874/2000, όπως το τελευταίο ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 από 1.10.2005 και πριν οι παράγραφοί του 1, 3 και 5 αντικατασταθούν και πάλι, με την παράγραφο 10 του άρθρου 74 ν. 3863/2010, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προκύπτουν τα εξής: 1) Η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης. Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε.  Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα γάμου, τέκνων και προϋπηρεσίας, δηλαδή επιδόματα που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού, εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού. Η ωφέλεια αυτή πάντως δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις (ΑΠ 58/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 760/2003), σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΑΠ 493/2019, ΑΠ 575/2018, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 5/2012) και 2) Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας καθώς και τα επιδόματα εορτών, καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 950/2014, 1824/2011), υπολογίζονται δε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (ΑΠ ΑΠ 768/2018, 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 1113/2013). Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους αλλά και από το ότι - αντιθέτως - στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/80 , του άρθρου 1 παρ. 2 της ΚΥΑ 19040/81 και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή εργασιακή σχέση. Συνεπώς και σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου -όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού - τις αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών (ΑΠ 131/2015,1113/2013, ΑΠ 206/2009,ΑΠ 389/1998).

Αντίθετα, κατά τα ανωτέρω, η αποδοτέα αυτή ωφέλεια δεν αποκλείεται να είναι ανώτερη από τα οριζόμενα κατώτατα όρια, εφόσον στο ύψος αυτό (συμφωνήθηκε και) καταβάλλεται αμοιβή στα πλαίσια της άκυρης, έστω, σύμβασης ως αντάλλαγμα και αποτίμηση της παρεχομένης εργασίας και κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή (της καταβολής δηλ. αποδοχών για εργασία υπό άκυρη σύμβαση εργασίας υψηλοτέρων των ελαχίστων νομίμων, τις οποίες σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης) δεν γεννάται σε κάθε περίπτωση αξίωση και του εργοδότη, και αντίστοιχη υποχρέωση του μισθωτού, κατά τις διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ για την απόδοση των καταβληθέντων επιπλέον των νομίμων κατωτάτων ορίων για την αιτία αυτή ποσών. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 435/1976 οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέραν των επιτρεπομένων για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διάρκειας της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τοιαύτης απασχολήσεως, η οποία είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, αυξημένο κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, οι οποίοι παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέραν των απαιτήσεων τους εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου τους (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/2030/1984 (ΦΕΚ Β' 81/1984), η εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1.1.1984 σε σαράντα (40) ώρες, για την απασχόληση δε πέραν του συμβατικού (συλλογικού) εβδομαδιαίου ωραρίου έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της υπ' αριθμ. 1/1982 ΔΔΔΔ Αθηνών, η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11245/1982, δηλαδή με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο κατά το άρθρο 5 της από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 133/1975, υπολογίζεται επί του καταβαλλομένου μισθού. Ειδικώς για τους εργαζομένους υπό το σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες πέντε ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των σαράντα (40) και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ωρών εργασίας εβδομαδιαίως. Επομένως, για τους εργαζομένους υπό το σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας: α) η εργασία που παρέχεται πέραν του εβδομαδιαίου ωραρίου, το οποίο έχει καθορισθεί με ατομική συμφωνία ή με συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση για κάθε κατηγορία εργαζομένων, η οποία ανέρχεται γενικώς σε σαράντα (40) ώρες και μέχρι τη συμπλήρωση του ανωτάτου επιτρεπόμενου νομίμου ωραρίου των σαράντα πέντε (45) ωρών, ήτοι οι τεσσαρακοστή πρώτη (41η) έως τεσσαρακοστή πέμπτη (45η) ώρες την εβδομάδα αποτελούν υπερεργασία, η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο και προσαύξηση 25%, β) η εργασία που παρέχεται πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών, ήτοι οι τεσσαρακοστή έκτη (46η), τεσσαρακοστή εβδόμη (47η) και τεσσαρακοστή ογδόη (48η) ώρες αποτελούν ιδιόρρυθμη υπερωρία, η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο και προσαύξηση 25% (για την οποία δεν, απαιτείται άδεια της αρχής) και γ) η εργασία που παρέχεται πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών εβδομαδιαίως αποτελεί υπερωρία, η οποία, όταν είναι νόμιμη, αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Ν 435/1976, ήτοι οι εξήντα (60) πρώτες ώρες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, οι επόμενες εξήντα (60) ώρες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% και πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% (ΑΠ 804/2003 ΔΕΝ 2003, 1387). Για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση οφείλεται στο μισθωτό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, το ποσό, που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ., αφού κατά το ποσό αυτό, το οποίο δεν δύναται να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή απασχόληση του απασχοληθέντος μισθωτού, καθώς και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του ωρομισθίου (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2004 ΕλλΔνη 47,147). Όμως, με τις διατάξεις των παρ. 1-5 του άρθρου 4 Ν 2874/2000 “Προώθηση της απασχόλησης και άλλες διατάξεις” καταργήθηκε η υπερεργασία και ορίσθηκε ότι στις επιχειρήσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών εργασίας την εβδομάδα, ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχολήσεως του μισθωτού και ο μισθωτός αντιστοίχως υποχρεούται να παρέχει την εργασία του επί τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα (ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση). Από 1.4.2001 και εφεξής η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παρ. 1 του Νόμου αυτού θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες εγκρίσεως. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιορρύθμου υπερωριακής απασχολήσεως και νομίμου υπερωριακής απασχολήσεως μέχρι τη συμπλήρωση των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 435/1976. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νομίμου υπερωριακής απασχολήσεως του δικαιούται αποζημίωση ίση προς το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νομίμου υπερωρίας. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 Ν 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν 3385/2005 και ισχύει από την 1.10.2005 με το εξής περιεχόμενο: “1. Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάζεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα. 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παρ. 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής ως κατ' εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%”. Εξάλλου, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ή εβδόμη ημέρα υπό το σύστημα της πενθημέρου εργασίας, εφ' όσον δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχολήσεως, δεν αποτελεί υπερεργασία, δηλαδή δεν συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των ωρών ιδιορρύθμου υπερωριακής απασχολήσεως ή υπερωριακής εργασίας (ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 418/2004 ΕλλΔνη 47,146, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 44,162, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 44,163, ΑΠ 679/2001 ΔΕΝ 2002, 1628, ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 2000, 851, ΑΠ 882/1998 ΔΕΝ 2000, 378, ΑΠ 119/1997 ΔΕΝ 1998, 17), ενώ, δοθέντος ότι η υπερωρία κρίνεται όχι μόνο επί εβδομαδιαίας, αλλά και επί ημερήσιας βάσεως, είναι δυνατόν η εν λόγω εργασία, αυτοτελώς λαμβανομένη για κάθε μία από τις υπόλοιπες δύο ημέρες της εβδομάδας (έκτη και έβδομη) να συνιστά υπερωρία, μόνο εάν υπερβαίνει για κάθε μία από αυτές το γενικό νόμιμο ωράριο εργασίας, ήτοι το οκτάωρο, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής, για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας ( ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 232/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1371/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 684/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 414/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1153/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 498/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1317/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 679/2001 ΕλλΔνη 42,1590, ΑΠ 119/1997 ΕλλΔνη 38,1554). Εξάλλου, με το άρθρο 4 παρ.5 του ν. 2874/2000, που όρισε ότι "ο μισθωτός, σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας", μεταβλήθηκε το προϊσχύσαν καθεστώς του άρθρου 1 παρ.2 του ν. 435/1976, το οποίο προέβλεπε υπέρ του μισθωτού που παρανόμως εργάσθηκε υπερωριακά δύο αυτοτελείς αξιώσεις, τη μία προς αναζήτηση της χωρίς νόμιμη αιτία ωφέλειας του εργοδότη και την άλλη προς καταβολή της προσαύξησης 100% που λειτουργούσε ως αστική ποινή. Υπό το νέο καθεστώς, το οποίο διατηρήθηκε μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν διαδοχικά με τα άρθρα 1 του ν. 3385/2005 και 74 παρ.10 του ν. 3863/2010 και περιόρισαν το ποσοστό της προσαύξησης, παρέχεται στον εργαζόμενο μία, ενιαία αξίωση, που χαρακτηρίζεται ως δικαίωμα αποζημίωσης για την εργασία που προσφέρθηκε παρανόμως πέραν των νομίμων χρονικών ορίων και απορρέει ευθέως εκ του νόμου. Ως εκ τούτου, για την αναζήτηση του νομίμως προσαυξημένου ωρομίσθιου, που υπολογίζεται επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, δεν απαιτείται επίκληση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμη και όταν πρόκειται για παροχή εργασίας με άκυρη σύμβαση (Α.Π. .../2018). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της 8900/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς", όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 ομοία και άρθρ.2 του ν. 435/1976, προκύπτει ότι στους εργαζομένους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, προσαύξηση του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί του νομίμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο (Α.Π. .../2018, ΑΠ 339/2011).

IV. Με την παρ. 1 του άρθρου 54 του Ν. 2224/1994 και του ταυτόσημου άρθρου 238 της 14/1989 Αγορανομικής Διατάξεως, ορίζεται ότι η αμοιβή που δίδεται στους σερβιτόρους των εστιατορίων, ζυθεστιατορίων, οινομαγειρείων, ταβερνών, πιτσαριών, κέντρων διασκέδασης γενικά καθορίζεται σε ποσοστό 13% στο λογαριασμό των πελατών, από το οποίο το μεν 10% δίδεται στους σερβιτόρους και το 3% στους βοηθούς τους εφόσον υπάρχουν αυτοί. Αν δεν υπάρχουν βοηθοί η αμοιβή καθορίζεται στο 11%. Με τη ΔΑ 102/1984 και για τους αμειβόμενους με ποσοστά έχει καθιερωθεί ως κατώτατο όριο ημερομισθίου το κατώτατο όριο ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη (χωρίς επιδόματα), το εκάστοτε καθοριζόμενο από τις ΕΓΣΣΕ. Αν, συνεπώς, ο αμειβόμενος με ποσοστά σερβιτόρος δεν συμπληρώσει το κατώτατο άνω βασικό ημερομίσθιο, δικαιούται συμπληρωματικής αμοιβής, δηλαδή τη διαφορά, μέχρι του άνω κατώτατου ημερομισθίου (ασφαλείας) του ανειδίκευτου εργάτη (ΑΠ 573/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ115/1997, ΔΕΝ 1999. 358, ΑΠ 1361/1992, ΔΕΝ 1993. 306, ΕφΘεσ 547/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την παρ. 5 των άρθρων αυτών ορίζεται ότι η αμοιβή του σερβιτόρου υπολογίζεται στο λογαριασμό των πελατών για τα είδη που κατανάλωσαν, χωρίς τις επιβαρύνσεις από φόρους και τέλη, που αποδίδονται στο Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. Από την αδιάστικτη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά αμοιβής των σερβιτόρων και των βοηθών τους καθορίζονται με βάση το ποσά που καταβάλλουν οι πελάτες των εστιατορίων κ.λπ. για την καθαρή αξία των ειδών που κατανάλωσαν χωρίς καμία επιβάρυνση, ήτοι για την αξία που απομένει μετά την αφαίρεση των επιβαρύνσεων από φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου και των ΟΤΑ και όχι με βάση το τελικό ποσό που καταβάλλουν οι πελάτες, αφού το τελευταίο αυτό ποσό απαρτίζεται από το άθροισμα της καθαρής αξίας των καταναλωθέντων ειδών, των προαναφερόμενων επιβαρύνσεων και της αμοιβής των σερβιτόρων και βοηθών. Στην περίπτωση δε, κατά την οποία το ποσό της αμοιβής που προκύπτει από το πιο πάνω ποσοστό υπολείπεται του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, υπολογιζομένου χωρίς καμία προσαύξηση επιδομάτων, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει τη διαφορά. Συνεπώς, ο νόμιμος ελάχιστος μισθός των σερβιτόρων είναι αυτός που αναλογεί στα υποχρεωτικά φιλοδωρήματα, εκτός αν υπολείπεται εκείνου του ανειδίκευτου εργάτη, οπότε ως ελάχιστος νόμιμος μισθός, θεωρείται το κατώτατο ημερομίσθιο ασφαλείας. Η κατηγορία των άνω σερβιτόρων, δηλαδή αυτή που αμείβεται με ποσοστά, τυγχάνει διαφορετικής μεταχείρισης στα επιδόματα εορτών και άδειας, στην αποζημίωση απόλυσης και στην αμοιβή υπερεργασίας και παράνομων υπερωριών. Για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (άρθρο 5 της ΚΥΑ 19040/1981 - ΔΕΝ 1999/331), των αποδοχών και του επιδόματος άδειας (άρθρο 3 §4 του ΑΝ 539/45) λαμβάνεται υπόψη το εκάστοτε τεκμαρτό ημερομίσθιο (ΑΠ 115/1997 ΔΕΝ 1999/358). Για την απασχόληση κατά Κυριακές και αργίες, οι σερβιτόροι και οι βοηθοί τους δικαιούνται προσαύξηση 75%, ενώ για την απασχόληση κατά τις νυκτερινές ώρες (22:00 - 06:00) δικαιούνται προσαύξηση 25%, υπολογιζόμενη στο κατώτατο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη όπως αυτό καθορίζεται από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (ΔΑ 41/81 - ΑΠ 930/90 - ΕΦ. ΘΕΣ. 277/95). Η αποζημίωση καταγγελίας υπολογίζεται με το μέσο όρο των ποσοστών του τελευταίου, προ της απολύσεως, διμήνου, αλλά δεν μπορεί να είναι μικρότερη, από την προκύπτουσα, με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο (άρθρο 5 §2 του Ν. 3198/55 και ΑΠ 1200/1991 ΔΕΝ 1993/846). Επίσης, ο αμειβόμενος με ποσοστά δεν δικαιούται αμοιβή για υπερεργασία, ούτε αμοιβή για παράνομη υπερωριακή εργασία, παρά μόνο την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση (ΑΠ 1206/1991 ΕΕργΔ 51/607, ΑΠ 317/1993 ΕεργΔ 53/237). Στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβαλλόμενων, προς σύναψη ενοχικών δικαιοπραξιών (361 ΑΚ), ο σερβιτόρος μπορεί να συνάψει με τον εργοδότη του σύμβαση, με την οποία θα προβλέπεται διαφορετικός τρόπος αμοιβής του, από αυτόν που προαναφέρθηκε. Δηλαδή, μπορεί να συμφωνήσει να αμείβεται, αντί με ποσοστά, με μισθό ή ημερομίσθιο ή με μικτό σύστημα. Αυτό δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διάταξη νόμου, αντίθετα, μάλιστα, ενισχύεται από την παράγραφο 6 της διάταξης του άρθρου 54 του ν. 2224/1994, σύμφωνα με την οποία «ευνοϊκότεροι όροι αμοιβής που καθορίζονται με συλλογικές συμβάσεις, κανονισμούς εργασίας, όρους ατομικών συμβάσεων εργασίας, υπερισχύουν των ρυθμίσεων του νόμου αυτού». Όταν υπάρχει τέτοια σύμβαση, που προβλέπει καταβολή στον σερβιτόρο μισθού ή ημερομισθίου, ό,τι προεκτέθηκε για τους σερβιτόρους που αμείβονται με ποσοστά δεν ισχύει (ΕφΘεσ 547/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αμειβόμενοι με συμβατικό μισθό ή ημερομίσθιο σερβιτόροι, δικαιούνται και αμοιβή υπερεργασίας και αμοιβή με αποζημίωση, για τις παράνομες υπερωρίες, που υπολογίζονται με βάση τον μισθό ή ημερομίσθιό τους.

V. Κατά την διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ν.δ. 4020/1959 (η οποία § 4 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το ν. 435/1976) είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για υπερωρίες θα καλύπτονται από τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Σαφώς από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί καταλογισμού πάσης λόγω μισθού παροχής στις οφειλές του εργοδότη από νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες, ενώ είναι έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στο μισθωτό ορισμένο ποσό, επί. πλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για παρασχεθησομένη (στο μέλλον) συγκεκριμένη, νόμιμη ή παράνομη, υπερωριακή εργασία του (ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 645/2010). Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας (ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1254/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της υπ' αρ. 8900/1945 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του β.δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτώς ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νόμιμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού του ως αποζημίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς όμως την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών. Εξάλλου, στα άρθρα 1 § 2 και 2 § 2 της κατ' εξουσιοδότηση του ν. 28/1944 εκδοθείσας 25825/1951 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας με την οποία αυθεντικώς ερμηνεύθηκαν οι 8900/1946 και 18310/1946 Υπουργικές αποφάσεις, που προβλέπουν την προσαύξηση των αποδοχών των κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες και κατά τις νύκτες εργαζόμενων μισθωτών, ορίσθηκε ότι οι χορηγούμενες προσαυξήσεις για τις εργασίες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τις τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ανώτερες των θεσπισμένων ελάχιστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη, μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νομίμων, αποδοχών, προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκόψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ, κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μια τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επί πλέον εργασία (πλην νομίμων ή παρανόμων /κατ' εξαίρεση υπερωριών η οποία κατά τα άνω είναι άκυρη), δεν αντίκειται στην εκ των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ, συναγόμενη αρχή, κατά την οποία, είναι άκυρη κάθε σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου υποκρύπτουσα παραίτηση του τελευταίου από νόμιμες αξιώσεις του (ΑΠ 754/2014), εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές, κανονιστικές ρυθμίσεις, ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (ΑΠ 661/2020, ΟλομΑΠ 930/1990, ΑΠ 1645/2018, ΑΠ 180/2015).

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, απ' τα έγγραφα που οι παρόντες διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, των με αριθμούς .... ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδικείου, Λαυρίου των μαρτύρων ... , που δόθηκαν με επιμέλεια του εναγομένου και κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευση του αντιδίκου του (όπως προκύπτει από την με αριθμό ....έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ...) και η με αριθμό .... ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της συμβ/φου Λαυρίου ....της μάρτυρος ..., που δόθηκε με επιμέλεια του εναγομένου και κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευση του αντιδίκου του (όπως προκύπτει από την με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά .... μετά της από 12.01.2021 κλήσης-γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρα), την με αριθμό ... ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ... ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευση του αντιδίκου του (όπως προκύπτει από την με αριθμό .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ... μετά της από 12.01.2021 κλήσης-γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού τα ακόλουθα κρίσιμα για την υπόθεση περιστατικά: Ο εναγόμενος , ο οποίος διατηρεί επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος (ψαροταβέρνα) στην ... Αττικής προσέλαβε τον εναγόμενο, στις 27-10- 2013, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου για μερική απασχόληση 2 ημερών, ήτοι κατά την 27-10-2013 και 28-10-2013 και με ωράριο εργασίας από 12:00 έως 16:00μμ, όπως αποδεικνύεται από το Έντυπο 3 αναγγελίας της πρόσληψης του ενάγοντα στην Επιθεώρηση Εργασίας και από το έγγραφο της ατομικής σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης τα οποία υπογράφονται ανεπιφύλακτα από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα καθώς και από το Έντυπο Ε9 που υποβλήθηκε και το Έντυπο Ί - Βεβαίωση - Δήλωση εργοδότη για συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου. Στις 28-10-2013 η παραπάνω σύμβαση έπαυσε να ισχύει λόγω της λήξεως του συμπεφωνημένου χρόνου εργασίας. Για το διάστημα από 29-10-2013 έως 2-11-2013 δεν εργάσθηκε στην επιχείρηση. Στις 3-11-2013 τον προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για μερική απασχόληση, για εργασία μίας ημέρας την εβδομάδα (Κυριακή) επί 4ωρο ημερησίως και με ωράριο εργασίας από 12:00 έως τις 16:00μμ, όπως αποδεικνύεται από Έντυπο 3 αναγγελίας της πρόσληψης απασχόληση με ημερήσιο ωράριο εργασίας από 12:00 έως 20:00μμ, όπως αποδεικνύεται από το έντυπο Ε3 αναγγελίας πρόσληψης και το έγγραφο των όρων ατομικής σύμβασης εργασίας εκ περιτροπής απασχόλησης, τα οποία υπογράφονται αμφότερα ανεπιφύλακτα από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, καθώς και το Έντυπο Ε9. Τέλος ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή εργασίας του ενάγοντος , την 06- 04-2017, όπως αποδεικνύεται από το από 05-04-2017 έντυπο καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, το οποίο επέδωσε στον εφεσίβλητο-ενάγοντα εξωδίκως δια δικαστικού επιμελητή, όπως αποδεικνύεται από την υπ' αριθ. .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, κ. ..., προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα του εγγράφου της καταγγελίας. Το έγγραφο της καταγγελίας το παρέλαβε ο εφεσίβλητος-ενάγων υπογράφοντας μάλιστα ανεπιφύλακτα. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι ως άνω καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας του ήταν εικονικές και συνεπώς άκυρες , διότι ουδέποτε αποχώρησε από την εργασία του . Όμως, οι ως άνω καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας του έλαβαν χώρα σε ημερομηνίες κατά τις οποίες το κατάστημα του ενάγοντος , ως εκ της εποχικότητας της λειτουργίας του , παρουσίαζε μικρή κίνηση και χαμηλούς τζίρους , με αντίστοιχα μειωμένες απαιτήσεις σε προσωπικό. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις ως άνω καταγγελίες λαμβάνοντας και την αποζημίωση απόλυσης , που εδικαιούτο. Όσον αφορά την τελευταία καταγγελθείσα σύμβαση εργασίας (από 06.04.2017) δεν απαιτείτο η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης στον ενάγοντα , λόγω μη παρόδου της 12μηνης δοκιμαστικής περιόδου (άρθρο 17 παρ. 5α του ν. 3899/2010) και συνεπώς δεν τυγχάνει άκυρη. Εξάλλου αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων όλο το ανωτέρω διάστημα εργαζόταν χωρίς να είναι εφοδιασμένος με βιβλιάριο/πιστοποιητικό υγείας, το οποίο έλαβε την 27-6-2017 (βλ. το από 27-6-2017 πιστοποιητικό υγείας), ήτοι μετά και την τελευταία καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και ως εκ τούτου η σύμβαση εργασίας του ήταν άκυρη (γενομένης δεκτής της παραδεκτώς προβληθείσας από τον εναγόμενος ένστασης περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του) και κατά συνέπεια διατελούσε σε απλή σχέση εργασίας προς τον εναγόμενο εργοδότη του. Είναι προφανές ότι, αφού ο εργοδότης που απασχολεί εργαζόμενο με άκυρη σύμβαση εργασίας δεν δεσμεύεται από την άκυρη αυτή σύμβαση ,μπορεί να τον απολύσει οποτεδήποτε χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (π.χ. έγγραφος τύπος). Ωστόσο, στην περίπτωση καταγγελίας άκυρης σύμβασης εργασίας οφείλεται η εκ του νόμου προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης. Εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης ο ακύρως εργαζόμενος μπορεί βεβαίως να την αξιώσει δικαστικώς, αλλά η μη καταβολή αυτής δεν θίγει το κύρος της καταγγελίας της άκυρης σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή όπως και αν δεν έχει τηρηθεί άλλη προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας, ο εργοδότης δεν περιέρχεται σε υπερημερία και δεν τίθεται ζήτημα αξίωσης μισθών υπερημερίας εκ μέρους του ακύρως εργαζομένου, ούτε στην συνέχιση της σχέσεως εργασίας, αφού αυτή, μη αναγνωριζόμενη από τον νόμο, δεν μπορεί να εξακολουθήσει χωρίς την θέληση του (ΑΠ 131/2015, 24/2014, 624/2008). Επομένως το αίτημα της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι η από 6-4-2017 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, παράνομη και καταχρηστική είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Συνακόλουθα παρέλκει η εξέταση των αναγκαίως συνεχόμενων - παρεπομένων με το ήδη ως άνω απορριφθέν πρώτο αίτημα της αγωγής. Επομένως τόσο η κύρια όσο και η επικουρική βάση της αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και τα συναφή με αυτή αιτήματα πρέπει να απορριφθούν , ως βάσιμα κατ' ουσία. Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η ακυρότητα της σύμβασης εργασίας δε στερεί τον εργαζόμενο από το δικαίωμά του να αξιώσει από τον εργοδότη κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (904ΑΚ επ.) την ωφέλεια, την οποία αυτός απεκόμισε από την εργασία, την οποία του παρέσχε. Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος μπορεί να αναζητήσει το ποσό που θα κατέβαλε ο εργοδότης ως αντάλλαγμα της ίδιας εργασίας, που θα του παρεχόταν με έγκυρη σύμβαση εργασίας από άλλο μισθωτό κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Όμως, δικαιούται τα οφειλόμενα σε αυτόν επιδόματα εορτών και αδείας, την προσαύξηση σε κατ'εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, την προσαύξηση για παρασχεθείσα κατά τις Κυριακές εργασία, των κατωτέρω αναφερόμενων χρονικών διαστημάτων ευθέως εκ του νόμου, ενώ οι δεδουλευμένες αποδοχές του, για τα ίδια χρονικά διαστήματα, οφείλονται σε αυτόν με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως συνιστώσες την ωφέλεια την οποία απεκόμισε ο εναγόμενος και την οποία θα κατέβαλε, δυνάμει έγκυρης σύμβασης, σε άλλους μισθωτούς του αυτού επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την αυτή εργασία, υπό τις επικρατούσες στον τόπο παροχής της συνθήκες, κατά την οποία ο εναγόμενος έχει αδικαιολόγητα πλουτίσει". (ΑΠ 722/2019). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, όπως και όλοι οι σερβιτόροι, αμοιβόταν σε ποσοστό 10% επί του ακαθάριστου ημερήσιου τζίρου της επιχείρησης, μάλιστα οι ίδιοι οι σερβιτόροι καθημερινά έκαναν την εκκαθάριση, έβγαζαν το τζίρο του μαγαζιού και στην συνέχεια το ποσοστό που τους αναλογούσε το μοιράζονταν, όπως καταθέτει ο μάρτυράς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο ενάγων εργάστηκε σύμφωνα με τους όρους των ως άνω συναφθεισών συμβάσεων εργασίας του και με τα συμφωνηθέντα ωράρια , πλην του διαστήματος από 28.06.2015 έως 01.12.2015, οπότε και εργάστηκε επί δίωρο πέραν του συμφωνηθέντος ωραρίου εργασίας του, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες του εναγομένου και ειδικότερα όπως προκύπτει από την κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο μάρτυρα ... και από την κατάθεση των με ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του εναγομένου , εκ των οποίων οι ...., εργάστηκαν στο κατάστημα (ψαροταβέρνα του εναγομένου) , ως σερβιτόρος επί 15 έτη ο πρώτος , ως βοηθός σερβιτόρου και στη συνέχεια ως σερβιτόρος από το έτος 2015 ο δεύτερος , ως λαντζέρα επί 7 έτη η τρίτη και ως μπουφετζού και στη συνέχεια σερβιτόρος από το έτος 2015 η τέταρτη. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε με ασφάλεια, ότι ο ενάγων εργαζόταν για τα ως άνω χρονικά διαστήματα, πλην του ως άνω από 28.06.2015 έως 01.12.2015, πλέον του νόμιμου ωραρίου, ώστε να δικαιούται επιπλέον αμοιβή για υπερωρία, δεδομένου ότι, όπως κατέθεσαν αμφότεροι οι μάρτυρες , η εναγόμενη επιχείρηση απασχολούσε ικανό (επαρκή) αριθμό προσωπικού, που ήταν σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της επιχείρησης, ώστε δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω ενασχόληση των εργαζόμενων. Μάλιστα όπως καταθέτει ο μάρτυρας του ενάγοντος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το Σάββατο και την Κυριακή δούλευαν έως και 13 άτομα για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Εξάλλου , όπως καταθέτουν οι ίδιοι ως άνω μάρτυρες του εναγομένου στην επιχείρηση του τελευταίου απασχολήθηκαν το επίδικο διάστημα τόσο ο ίδιος ο εναγόμενος , όσο και η σύζυγός του και τα τέκνα τους, που βοηθούσαν τόσο στο σερβίρισμα , όσο και στην κουζίνα. Ενώ η επιχείρηση του εναγομένου λειτουργεί κανονικά κυρίως κατά του καλοκαιρινούς μήνες , από το Μάιο έως τον Σεπτέμβριο και κυρίως τα Σαββατοκύριακα, ενώ τους υπόλοιπους μήνες υπολειτουργεί, ενώ το φούλ διάστημα λειτουργίας είναι το τρίμηνο Ιουνίου - Αυγούστου κάθε έτους , που οι κάτοικοι της Αττικής επισκέπτονται την περιοχή για να κάνουν τα μπάνια τους και κατόπιν προσέρχονται στις ταβέρνες της περιοχής για να συνεχίσουν με φαγητό, κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Μάλιστα όπως καταθέτουν οι ίδιου μάρτυρες η μεγαλύτερη κίνηση στο κατάστημα ήταν από τις 13.00 έως τις 19.00 το Χειμώνα και από τις 14.00 έως τις 20.00 το Καλοκαίρι και από εκεί και πέρα έμεναν στο κατάστημα λίγες παρέες , οπότε δεν ήταν απαραίτητο να βρίσκονται όλοι οι εργαζόμενοι, αλλά ο εναγόμενος και τα μέλη της οικογένειας τους κάλυπταν αυτές τις ώρες τις ανάγκες του καταστήματος. Εξάλλου, λόγω της οικονομικής κρίσης την τελευταία 10ετία είχε μειωθεί αρκετά η κίνηση στις παραλιακές ταβέρνες , σε σχέση με τα προηγούμενα έτη , αφού πολλοί λουσμένοι - επισκέπτες στην περιοχή επέλεγαν μια οικονομική λύση , όπως σουβλάκια, ή έπαιρναν φαγητό από το σπίτι τους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο δηλώσεις φόρου εισοδήματος των ετών 2015-2016, σύμφωνα με τις οποίες εμφανίζει από επιχειρηματική δραστηριότητα για το έτος 2015 ακαθάριστα έσοδα ύψους 249.564,73 ευρώ και ζημία 2.090,75 ευρώ , για το έτος 2016 ακαθάριστα έσοδα 213.063,43 ευρώ και ζημία 365 ευρώ και για το έτος 2017 ακαθάριστα έσοδα 293.806,01 ευρώ και ζημία 6.365,53 ευρώ. Ενώ η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα όσα καταθέτει περί τούτων ο μάρτυρας του ενάγοντος , ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου , καθότι πέφτει σε πολλές αντιφάσεις. Ειδικότερα, από την μια και επικαλούμενος το ημερολόγιο που κρατούσε ο ίδιος γνωρίζει τα πάντα για τα ωράρια του ενάγοντος και είναι κατηγορηματικός , όμως, παρακάτω αναφέρει ότι ο ενάγων μπορεί να δούλευε πενθήμερο , μπορεί εξαήμερο, την στιγμή μάλιστα που ο ενάγων στην αγωγή του αναφέρει ότι εργαζόταν πενθήμερο και πουθενά δεν αναφέρει ότι εργάστηκε κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας. Μάλιστα καταθέτει ότι τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο , Αύγουστο οι ώρες που έφευγαν κατά κανόνα από την επιχείρηση ήταν 02.00 - 03.00 το πρωί και έφταναν στο σπίτι τους και 04.00 το πρωί, τα οποία αν μη τι άλλο δεν δύναται ουδόλως να πείσουν το Δικαστήριο ότι το ωράριο μιας ψαροταβέρνας φτάνει σχεδόν μέχρι τις 03.00 το πρωί. Αλλά ούτε και η κατάθεση σε ένορκη βεβαίωση της ......, μάρτυρος του ενάγοντος δεν κρίνεται αξιόπιστη, αφού πέραν των όσων αορίστως αναφέρει, τα όσα καταθέτει αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής , που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αφού εμφανίζει την επιχείρηση του εναγομένου , με τους ως άνω αναφερόμενους ακαθάριστους τζίρους, να λειτουργεί φουλ όλο το χρόνο, σε σημείο μάλιστα κάποιες φορές να μην μπορεί να εξυπηρετήσει την πελατεία του, για μια χρονική περίοδο μάλιστα , που η οικονομική κρίση μάστιζε την ελληνική οικονομία. Μάλιστα προκειμένου να στηρίξει τα λεγόμενά της η τελευταία μάρτυρας φτάνει να καταθέτει και για συμπαιγνία του εναγομένου με τις ελεγκτικές αρχές , αφού επί λέξει καταθέτει τα εξής: «....Κατόπιν απαίτησης του κ. ... όλοι οι συνάδελφοι, υπό το φόβο της απόλυσης υπέγραφαν συνεχώς συμβάσεις που τους ζητούσε και για το λόγο αυτό σε τυχόν έλεγχο μας ειδοποιούσαν τηλεφωνικά και αποχωρούσαμε από τον χώρο εργασίας όσοι είμαστε αδήλωτοι ή εκτός δηλωμένου ωραρίου απασχόλησης...» , για την οποία συμπαιγνία δεν έγινε ποτέ κάποια αναφορά , καταγγελία στα αρμόδια όργανα από τους άμεσα ενδιαφερομένους και θιγομένους , που ήταν οι εργαζόμενοι. Και αφού , επικρατούσε στην επιχείρηση του εναγομένου ένα κλίμα εκφοβισμού και εκμετάλλευσης όλων των εργαζομένων, γιατί αποχωρούσαν οι τελευταίοι πριν την έλευση των ελεγκτικών μηχανισμών , ενώ αν έμεναν στις θέσεις τους και γινόταν καταγραφή των παρανομιών του εναγομένου θα ήταν και πολύ εύκολο οι εργαζόμενοι να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις τους. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ η μάρτυρας ...καταθέτει ότι τα παιδιά του εναγομένου βοηθούσαν στο κατάστημα σε εορτές και αργίες ο μάρτυρας του ενάγοντος που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου καταθέτει στην αρχή κατηγορηματικά ότι δεν εργάζεται στο κατάστημα καθόλου η οικογένεια του εναγομένου , παρακάτω και σε επίμονες ερωτήσεις της συνηγόρου καταθέτει ότι κατεβαίνουν ανάλογα με το φόρτο της επιχείρησης. Οι ως άνω επισημάνσεις καταδεικνύουν την αναλήθεια των όσων κατέθεσαν οι μάρτυρες του ενάγοντος. Επιπρόσθετα , ο ενάγων ποτέ δεν παραπονέθηκε στον εναγόμενο όλο αυτό το διάστημα μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του , ούτε προφορικά , ούτε με εξώδικο , ούτε προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Όσον αφορά το περιστατικό που περιγράφει ο ενάγων στην αγωγή του σχετικά με τις διαμαρτυρίες του προς τον εναγόμενο εργοδότη του , που αφορούσαν την ασφάλισή του για λιγότερες ημέρες σε σχέση με αυτές της πραγματικής απασχόλησής του , το οποίο έλαβε χώρα, πριν την τελευταία καταγγελία της σύμβασης εργασίας του λεκτέα τα εξής: Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο ενάγων εργαζόταν κατά τις ημέρες που προέβλεπαν οι συμβάσεις εργασίας του, καθώς ο εναγόμενος εμφανίζεται να ήταν τυπικός ως προς αυτό, λαμβανομένων υπόψη της από 20.10.2013 σύμβασης δύο ημερών που συνήψε με τον ενάγοντα προ της απασχόλησης του, του πλήθους των τροποποιητικών συμβάσεων που υπογράφηκαν μεταξύ των διαδίκων και αναγγέλθηκαν στην αρμόδια υπηρεσία εμπρόθεσμα και δη προ της εκάστοτε αλλαγής των ημερών εργασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι δεν προέκυψε να καταλήφθηκε ποτέ η επιχείρηση του εναγομένου, κατά το μακρόχρονο διάστημα συνεργασίας του με τον ενάγοντα, να απασχολεί ανασφάλιστο προσωπικό, κατά τους έκτακτους ελέγχους που συνηθίζουν επιχειρούν οι αρμόδιες αρχές (ΙΚΑ, επιθεώρηση  εργασίας, μικτά κλιμάκια κλπ) και δη σε πολυσύχναστες τουριστικές περιοχές, όπως αυτή στην οποία ευρίσκεται η επιχείρηση του εναγομένου. Πέραν αυτού, ο μάρτυρας απόδειξης αναφέρθηκε σε αψημαχία που έλαβε χώρα μεταξύ των εργαζομένων (του ιδίου και του ενάγοντος) αφενός και του εργοδότη εναγομένου αφετέρου, με αφορμή το ύψος του δώρου Πάσχα, χωρίς να εκτίθεται ειδικότερα σε τι συνίστατο η διαφορά, τη στιγμή που, σε άλλο σημείο της κατάθεσης του, εκθέτει ότι ο εναγόμενος τους έδινε κατά περιόδους επιπλέον ποσοστό 4% λόγω δώρου. Συναφώς, από ουδέν ασφαλές στοιχείο συνάγεται ότι ο ενάγων είχε εγείρει διεκδικήσεις έναντι του ενάγοντος καθώς ουδεμία σχετική ενέργεια του, δικαστική ή εξώδικη, είχε προηγηθεί της απόλυσης, όπως αυτές στις οποίες προέβη όταν έγινε η καταγγελία (γνωστοποίηση του ζητήματος στο σωματείο του, αρωγή αυτού κατά την καταγγελία του στην επιθεώρηση εργασίας κλπ). Εξάλλου, εν όψει της όλης στάσης του ενάγοντος δεν κρίνεται πειστικό ότι έθεσε σε κίνδυνο τη θέση εργασίας του για ένα μικρό, συγκριτικά, ποσό διαφοράς δώρου Πάσχα δεδομένου ότι -κατά τους ισχυρισμούς του- υπέμενε χάριν διατηρήσεως της θέσης του πολύ σημαντικότερες υποχωρήσεις σε βάρος των δικαιωμάτων του. Ο ενάγων, την 12.04.2017, ήτοι μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του (06.04.2017) προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στην από 12.04.2017 αίτησή του προς την Επιθεώρηση Εργασίας για διενέργεια εργατικής διαφοράς , ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι διατηρεί εναντίον του εναγομένου απαιτήσεις για διαφορές αποδοχών , επιδόματα αδείας , προσαυξήσεις για νυχτερινά , Κυριακές και αργίες , ενώ κατά την συζήτηση της διαφοράς στην Επιθεώρηση Εργασίας , την 03.05.2017, ο ενάγων ενθυμείται για πρώτη φορά ότι του οφείλονται και αμοιβές για υπερεργασία και υπερωρία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει αξίωση κατά του εναγομένου για το διάστημα από 28.06.2015 έως 03.09.2015, κατά το οποίο απασχολήθηκε 2 φορές την εβδομάδα , ήτοι Σάββατο και Κυριακή και για το διάστημα από 03.09.2015 έως 01.12.2015 κατά το οποίο απασχολήθηκε πενθήμερο, αφού εργάστηκε πέρα του ωραρίου του επί δίωρο (όπως καταθέτουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της εναγομένης) και πραγματοποίησε κατ'εξαίρεση υπερωρία (δεδομένου ότι δεν ετηρούντο οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης) και δικαιούται μόνο την προβλεπόμενη με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 αποζημίωση, που είναι ίση με το 80% του επί του καταβαλλόμενου ημερομισθίου και στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ .../2018, ΑΠ 526/2013), με την επισήμανση ότι δεν προκύπτει ως καταβαλλόμενο το ποσό των 40,45 ευρώ, με το οποίο υπολογίζει ο ενάγων όλες ανεξαιρέτως τις αξιώσεις του , αλλά το προκύπτον από τις αποδείξεις εξόφλησης που προσκομίζει ο εναγόμενος και οι οποίες είναι υπογεγραμμένες ανεπιφύλακτα από τον ενάγοντα ( όπως προκύπτει από τα σχετικά 99 - 103}. Επιπλέον, να επισημανθεί σε αυτό το σημείο ότι όταν ισχύει το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας ορίζεται το 9ωρο. Πλην του πενθημέρου σε όλες τις άλλες μορφές απασχόλησης (σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, εκ περιτροπής εργασία όπως στην προκειμένη περίπτωση), ως νόμιμο ημερήσιο ωράριο ορίζεται το 8ωρο. Συνεπώς στην εκ περιτροπής εργασίας η 9η ώρα, καθώς και οι επόμενες πέραν των εννέα ωρών, θεωρείται ως υπερωρία και αμείβεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.10 του άρθρου 74 του Ν.3863/2010. Έτσι, του οφείλονται για 102 ώρες κατ'εξαίρεση υπερωρίας 319,87 ευρώ {102 X 3,92 ευρώ ωρομίσθιο (26,18 ευρώ το καταβαλλόμενο και νόμιμο ημερομίσθιο σύμφωνα με το ν. 4093/2012 Χ6/40) X 80%}. Δεν καταβάλλεται, όμως, η αμοιβή των ωρών της υπερωριακής εργασίας επειδή την αμοιβή αυτή ο ενάγων την έχει ήδη λάβει με τα ποσοστά επί των ειδών που προσέφερε στους πελάτες τις πρόσθετες αυτές ώρες της υπερωριακής του εργασίας. Περαιτέρω ο ενάγων δικαιούται για προσαύξηση 75%, λόγω Κυριακών και αργιών, αξίωση που επίσης στηρίζεται στο νόμο , υπολογιζόμενη στο νόμιμο ωρομίσθιο (ΑΠ .../2018), τα εξής ποσά : (Α) για το έτος 2013 για 9 Κυριακές (1 Κυριακή τον Οκτώβριο , 4 Κυριακές τον Νοέμβριο, 4 Κυριακές τον Δεκέμβριο) και επί 4ωρο το ποσό των 106 ευρώ {2,94 ευρώ το 75 % του ωρομίσθιου της Κυριακής (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο - άρθρ. 1 Π.Υ.Σ 6/28-02-2012, πρώτο άρθρ. υποπαρ. ΙΑ. 11 περ. 3 ν.4093/2012 - X 6 : 40 X 75% ) X 36 ώρες}, του καταβλήθηκε το ποσό των 23,58 ευρώ τον μήνα Οκτώβριο , το ποσό των 47,16 ευρώ το Νοέμβριο και το ποσό των 47,16 ευρώ τον Δεκέμβριο για την προσαύξηση του 75% (όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο εξοφλητικές αποδείξεις πληρωμής των μηνών αυτών - σχετ. 73,77,78) και ουδέν του οφείλεται, (Β) για το έτος 2014 για 41 Κυριακές , επί 4ωρο , ήτοι 164 ώρες, το ποσό των 482,16 {2,94 ευρώ το 75 % του ωρομίσθιου της Κυριακής (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο - άρθρ. 1 Π.Υ.Σ 6/28-02-2012, πρώτο άρθρ. υποπαρ. ΙΑ.11 περ. 3 ν.4093/2012 - X 6 : 40 X 75% ) X 164 ώρες} , του καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή (75% προσαύξηση) τον Ιανουάριο 47,16 ευρώ, το Φεβρουάριο 47,16 ευρώ, τον Μάρτιο 58,95 ευρώ, τον Απρίλιο 47,16 ευρώ, τον Μάιο 47,16 ευρώ, τον Ιούνιο 58,95 ευρώ, τον Ιούλιο 47,16 ευρώ, τον Αύγουστο 58,95 ευρώ, τον Σεπτέμβριο 47,16 ευρώ και τον Οκτώβριο 23,56 ευρώ (βλ εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας ενάγοντος μηνών 1ου έως και 10ου 2014, τις οποίες υπογράφει ανεπιφύλακτα ο ενάγων - σχ. 82 - 92) και συνολικά του καταβλήθηκε το ποσό των 483,37 ευρώ και συνεπώς ουδέν του οφείλεται. (Γ) για το έτος 2015 για 26 Κυριακές ( τον Μάιο 1 Κυριακή επί τετράωρο, τον Ιούνιο 3 Κυριακές επί 8ωρο, τον Ιούλιο 4 Κυριακές επί 8 ωρο, τον Αύγουστο 5 Κυριακές επί 8ωρο, τον Σεπτέμβριο 4 Κυριακές επί 8ωρο, τον Οκτώβριο 4 Κυριακές επί 8 ωρο και τον Νοέμβριο 5 Κυριακές επί 8ωρο , δικαιούται 599,76 ευρώ {2,94 ευρώ το 75 % του ωρομίσθιου της Κυριακής (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο - άρθρ. 1 Π.Υ.Σ 6/28-02-2012, πρώτο άρθρ. υποπαρ. ΙΑ.11 περ. 3 ν.4093/2012 - X 6 : 40 X 75% ) X 204 ώρες} , του καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή (75% προσαύξηση) 188,55 ευρώ (βλ. εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας ενάγοντος μηνών 6ου και 11ου 2015), ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι αποδείξεις πληρωμής 5ου, 7ου, 8ου 9ου και 10ου 2015, που δεν φέρουν υπογραφή του εργαζομένου, και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσό 411,21 ευρώ. Η εκκαλουμένη του επιδίκασε για το έτος 2015 364,89 ευρώ και επειδή δεν πλήττεται το συγκεκριμένο κονδύλιο με την έφεση του ενάγοντος θα του επιδικαστεί από το παρόν Δικαστήριο το τελευταίο. (Δ) για το έτος 2016 για 48 Κυριακές και αργίες το ποσό των 942,24 ευρώ {19,63 ευρώ το 75% του ημερομισθίου της Κυριακής (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο - άρθρ. 1 Π.Υ.Σ 6/28-02-2012, πρώτο άρθρ. υποπαρ. ΙΑ.11 περ. 3 ν.4093/2012 - X 75% ) X 48 Κυριακές}. Με την από 3.4.2016 σύμβαση εργασίας, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι οι υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές (40,45€ ημερομίσθιο αντί 26,18€) θα καλύπτουν αξιώσεις του εργαζομένου, μεταξύ άλλων, για πρόσθετες αποδοχές Κυριακών. Δεδομένου ότι η ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων είναι νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, από το παραπάνω ποσό πρέπει να αφαιρεθούν τα επιπλέον των νομίμων καταβληθέντα ποσά των (ί) [(4Χ40,45)-(4Χ26.18)=] 57,08 (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Ιουνίου) + (ii) [(23X40,45)-(23 X 26,18)=] 328.21 (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Ιουλίου), (Hi) [(27Χ40.45)-(27 X 26.18)=] 385,29€ (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Αυγούστου), (iv) [(40,45 X 26) - (26,18 X 26)=] 371,02€ (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Σεπτεμβρίου), (ν) [(40,45 X 9) - (26,18 X 9)=] 128,43€ (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Δεκεμβρίου) και συνολικά 1.270,75 ευρώ. Επομένως δεν του οφείλεται διαφορά. (Ε) για το έτος 2017 για 13 Κυριακές και αργίες το ποσό των 255,19 ευρώ {19,63 ευρώ το 75% του ημερομισθίου της Κυριακής (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο - άρθρ. 1 Π.Υ.Σ 6/28-02-2012, πρώτο άρθρ. υποπαρ. ΙΑ. 11 περ. 3 ν.4093/2012 - X 75% ) X 13 Κυριακές}, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν τα επιπλέον των νομίμων καταβληθέντα ποσά των (ί) [(9Χ40,45)-(9Χ26,18)=] 128,43€ (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Ιανουαρίου) + (ii) [(3Χ40,45)-(3 X 26,18)=] 42,81€ (βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Φεβρουάριου). Επομένως του οφείλεται για την περίοδο αυτή ποσό (255,19 -128,43 - 42,81=) 83,95 ευρώ, με τη σημείωση ότι οι λοιπές αποδείξεις πληρωμής αποδοχών - 3ου και 4ου- δεν λαμβάνονται υπόψη καθώς δεν φέρουν υπογραφή του εργαζομένου. Επιπλέον ο ενάγων δικαιούταν για το επίδικο διάστημα λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, νόμιμης άδειας, ως ακολούθως: για το έτος 2014 δικαιούται, για το διάστημα από 1.1.2014 έως 10.7.2014 κατά το οποίο εργάστηκε με σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης 1 ημέρας την εβδομάδα και επί τετράωρο (6,3 μήνες X 2 ημέρες άδειας ανά μήνα X 1/5 λόγω εκ περιτροπής εργασίας =) 2,5 ημέρες κανονικής άδειας ενώ για το διάστημα από 11.7.2014 έως 6.12.2014 κατά το οποίο εργάστηκε με σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης 2 ημερών την και επί 4ωρο ημερησίως δικαιούται (2 ημέρες το μήνα X 4,8 μήνες X 2/5 λόγω εκ περιτροπής εργασίας =) 4 ημέρες κανονικής άδειας, ήτοι για το έτος αυτό δικαιούται συνολική άδεια 6,5 ημερών και αποδοχές αδείας 170,17 ευρώ (6,5 ημέρες X 26,18). Όπως αποδεικνύεται από την απόδειξη πληρωμής αποδοχών Σεπτεμβρίου 2014, ο ενάγων έλαβε άδεια 8 ημερών (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο έντυπο Ε-11 γνωστοποίηση στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας) και αποδοχές αδείας 125,76 ευρώ συν προσαύξηση 47,16 ευρώ για προσαύξηση Κυριακών/Αργίας (όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενος απόδειξη πληρωμής Σεπτεμβρίου 2014 - σχ. 91α)και επομένως δεν του οφείλεται διαφορά, ενώ δεν θα πρέπει να επιδικαστεί η αιτούμενη προσαύξηση 100% καθώς η άδεια πράγματι χορηγήθηκε. Για το 2015 ο ενάγων δικαιούται άδειας 1 ημέρας, για τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας μιας ημέρας την εβδομάδα που διήρκεσε από 27.12.2014 έως 28.2.2015, την οποία ο εναγόμενος εξόφλησε κατά την απόλυση του στις 28.2.2015 (βλ. εξοφλητική απόδειξη) για τη δε σύμβαση που διήρκεσε από 10.4.2015 για εκ περιτροπής απασχόληση 1 ημέρας την εβδομάδα έως την 27.6.2015 και 2 ημερών την εβδομάδα για το διάστημα έως 03.09.2015 και επί πενθήμερο μέχρι 31.12.2015, δικαιούταν 10 ημέρες άδειας, η οποία του χορηγήθηκε τον Νοέμβριο, με καταβολή αποδοχών 314,16 ευρώ και επομένως ο ενάγων δεν διατηρεί σχετική αξίωση. Για το 2016, για τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας 2 ημερών την εβδομάδα που διήρκεσε από τις 10.4.2015 έως τις 14.3.2016, οπότε ο ενάγων απολύθηκε, δικαιούται  άδεια δύο ημερών, για την οποία του οφείλεται ποσό (2X40,45=) 80,90 ευρώ καθώς δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη από τον εναγόμενο εξόφληση, αφού η σχετική εξοφλητική απόδειξη δεν φέρει υπογραφή του ενάγοντος, για τη δε σύμβαση που διήρκεσε από 14.3.2016 έως 31.12.2016, κατά το οποίο ο ενάγων εργάστηκε εκ περιτροπής για μια ημέρα την εβδομάδα το διάστημα από 3.4.2016 έως 5.7.2016, πλήρη απασχόληση το διάστημα από 6.7.2016 έως 30.9.2016 και εκ περιτροπής για 2 ημέρες την εβδομάδα για το διάστημα από 1.10.2016 έως 31.12.2016, δικαιούταν 10 ημέρες άδειας, η οποία του χορηγήθηκε τον Σεπτέμβριο, με καταβολή αποδοχών αδείας ποσού 525,85 ευρώ (βλ. εξοφλητική απόδειξη πληρωμής αποδοχών Σεπτεμβρίου 2016) και επομένως ο ενάγων δεν διατηρεί αντίστοιχη αξίωση. Επίσης ο ενάγων δικαιούται για το επίδικο διάστημα επιδόματος αδείας, ως ακολούθως : για το έτος 2014 δικαιούται για το διάστημα από 1.1.2014 έως 10.7.2014, κατά το οποίο εργάστηκε με σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης 1 ημέρας την εβδομάδα επί 4ωρο δικαιούται το 1/5 που θα εδικαιούτο για πενθήμερη απασχόληση 4ωρης ημερήσιας εργασίας και επομένως 3 ημερομίσθια και για το διάστημα από 10.7.2014 έως 6.12.2014 κατά το οποίο εργάστηκε με σύμβαση εκ περιτροπής απασχόλησης 2 ημερών την εβδομάδα πραγματοποιώντας 44 ημέρες εργασίας δικαιούται (4,8 μήνες X 2 ημέρες άδειας X 2/5 λόγω εκ περιτροπής εργασίας =) 4 ημερομίσθια και επομένως δικαιούται συνολικά για το έτος 2014 ποσό 183,26 ευρώ (7 X 26,18=), το οποίο του οφείλεται καθώς δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη από τον εναγόμενο η προβαλλόμενη ένσταση εξόφλησης, αφού η σχετικώς προσκομιζόμενη και επικαλούμενη εξοφλητική απόδειξη δεν φέρει υπογραφή του ενάγοντος. Για το 2015 ο ενάγων δικαιούται, για τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας μιας ημέρας την εβδομάδα που διήρκεσε έως 28.2.2015, επιδόματος άδειας 1 ημέρας, το οποίο εξοφλήθηκε στις 28.2.2015 (βλ. απόδειξη πληρωμής επιδόματος αδείας Φεβρουάριου 2015) για τη δε σύμβαση που διήρκεσε από 10.4.2015 έως 31.12.2015 για εκ περιτροπής απασχόληση 1 ημέρας την εβδομάδα έως την 27.6.2014 και 2 ημερών την εβδομάδα για το διάστημα έως 31.12.2015 δικαιούταν επιδόματος αδείας 10 ημερών, ή 404,50 ευρώ, το οποίο δεν αποδεικνύεται ότι του καταβλήθηκε καθώς η σχετική απόδειξη πληρωμής που επικαλείται ο εναγόμενος δεν φέρει υπογραφή του εργαζομένου. Για το 2016, για τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας 2 ημερών την εβδομάδα που διήρκεσε από 10.04.2015 έως τις 14.3.2016, δικαιούται επιδόματος άδειας 2 ημερών, για την οποία του οφείλεται ποσό (2X40,45=) 80,90 ευρώ καθώς δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη από τον εναγόμενο εξόφληση, αφού δεν φέρει υπογραφή του ενάγοντος η σχετική εξοφλητική απόδειξη, για τη δε σύμβαση που διήρκεσε από 14.3.2016 έως 31.12.2016, κατά το οποίο ο εναγών εργάστηκε εκ περιτροπής για μια ημέρα την εβδομάδα, το διάστημα από 3.4.2016 έως 5.7.2016, πλήρη απασχόληση το διάστημα από 6.7.2016 έως 30.9.2016 και εκ περιτροπής για 2 ημέρες την εβδομάδα για το διάστημα από 1.10.2016 έως 31.12.2015, δικαιούταν 10 ημερομίσθια για επίδομα αδείας, για το οποίο του καταβλήθηκε τον Σεπτέμβριο, ποσό 525,85 ευρώ (αντί οφειλόμενου ποσού 404,50 ευρώ - βλ. απόδειξη πληρωμής αποδοχών Σεπτεμβρίου 2016) και επομένως ο ενάγων δεν διατηρεί αντίστοιχη αξίωση. Όσον αφορά τα δώρα των εορτών , όπως καταθέτει ο μάρτυρας του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ελάμβαναν, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ,κατά την περίοδο των εορτών πλέον 8% επί του ακαθάριστου τζίρου για ένα μήνα , ως δώρο Χριστουγέννων και 4% επί του ακαθάριστου τζίρου , για 15 ημέρες, ως δώρο Πάσχα, τα οποία ελάμβαναν μετά από κάθε ημερήσια εκκαθάριση και ουδέν άλλο τους οφείλεται για την αιτία αυτή. Και συνολικά για τις ως άνω αιτίες ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.518,27 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.701,96 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.305,47 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή της δεύτερης εφέσεως (του εναγομένου), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη , στο σύνολό της, κατ’ άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (ΕφΠειρ 711/2015, ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 1404/2014 Αρμ 2015.288), η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ό.π, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑΘ 1404/2014, ό.π). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος - εκκαλούντος - εφεσιβλήτου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί, λόγω της εν μέρει νίκης του και ανάλογα προς την έκταση αυτής, σε βάρος του εναγομένου - εκκαλούντος -, εφεσίβλητου, κατά τα ειδικότερα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1.1α, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α', 166 και παράρτημα I Β του ν.4194/2013). Περαιτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχ. A έφεση (του ενάγοντος), αφού οι λόγοι αυτής κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω ως αβάσιμοι και τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος (άρθρα 106,176,183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.02.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου .../.../2020 έφεση και την από 11.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ....../2020 έφεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την από 10.02.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου .../.../2020 έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Δέχεται την από 11.06.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ....../2020 έφεση.

Εξαφανίζει την υπ'αρίθμ. 1896/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 26.06.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου .../.../2017 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για υπερωρίες , αποδοχές και επιδόματα αδείας το ποσό των χιλίων εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (1.069,43 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ήτοι για κάθε επί μέρους υπερωριακή απασχόληση, από το τέλος εκάστου μηνός κατά τον οποίο έκαστο αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και για τα ποσά που αντιστοιχούν σε επιδόματα, αποδοχές αδείας από την 31.12 του έτους που αφορά.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα για προσαύξηση Κυριακών το ποσό των τετρακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (448,84 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ήτοι για κάθε επί μέρους εργασία κατά τις Κυριακές από το τέλος εκάστου μηνός κατά τον οποίο έκαστο αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα , την 15η/2/20021, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: