Η Ημέρα της Γυναίκας θεσμοθετήθηκε σε ανάμνηση μιας μεγάλης απεργίας εργατριών στη Νέα Υόρκη, στις 8 του Μάρτη 1857.
Στη χώρα μας οι γυναίκες βρέθηκαν, από πολύ νωρίς, στην… πρώτη γραμμή του εργατικού κινήματος.
Στις 14 Απριλίου 1892 πραγματοποιήθηκε η πρώτη απεργία γυναικών, στη κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα.
Είκοσι χρόνια αργότερα, στις 3 Απριλίου 1912, έγινε στον Πειραιά μεγάλη διαδήλωση εργατριών κατά των διακρίσεων στον χώρο δουλειάς!
Στο μεσοδιάστημα, τον Νοέμβριο του 1908, η Αγγελική Παναγιωτάτου εκλέγεται καθηγήτρια του Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται ότι μια από τις πρώτες μεγάλες απεργίες γυναικών έγινε το 1934 στη βιοτεχνία επεξεργασίας βαμβακιού Lowell της Μασαχουσέτης.
Εκεί οι νεαρές γυναίκες δούλευαν 81 ώρες την εβδομάδα για 3 δολάρια.
Απ’ αυτά το 1,25 δολάριο πήγαινε σε έξοδα στέγασης σε κοιτώνες της εταιρείας.
Εκείνη τη χρονιά, έπειτα από μια σειρά περικοπών στο ημερομίσθιό τους οι γυναίκες της βιοτεχνίας αποφάσισαν να σταματήσουν τη δουλειά.
Ομως, επέστρεψαν ύστερα από λίγες μέρες αναγκασμένες να εργαστούν με μικρότερους μισθούς.
Πάντως, η αρχή είχε γίνει. Οι γυναίκες είχαν μπει στην πρώτη γραμμή των αγώνων.
Οπως έγινε και στην Ελλάδα, λίγα χρόνια μετά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας ως βιομηχανικών εργατριών.
Το 1875 οι γυναίκες και τα κορίτσια αντιπροσώπευαν το 34,27% του συνόλου των εργαζομένων στα εργοστάσια.
Μάλιστα, το 91,8% του συνόλου των γυναικών και κοριτσιών εργαζόταν στα κλωστήρια, τα μεταξουργεία και τα ελάχιστα υφαντήρια. (Πηγή: Μαριάνθη Κοτέα, «Η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά 1860-1900», σελ. 164-165)
Στη δεκαετία του 1870 δημιουργείται στον Πειραιά η κλωστοϋφαντουργία των Θεόδωρου και Αλέξανδρου Ρετσίνα, που αγοράζοντας πτωχευμένες επιχειρήσεις του κλάδου, έφτασε ν’ αριθμεί τέσσερα εργοστάσια.
Οπως διαβάζουμε στο πρώτο γυναικείο περιοδικό, με το όνομα «Εφημερίς των Κυριών», που εξέδιδε η Καλλιρρόη Παρρέν, στο εργοστάσιο εργάζονταν 400 εργάτριες από 8 μέχρι 40 ετών! («Εφημερίς των Κυριών», τεύχος αριθμ. 28, 13 Σεπτεμβρίου 1887)
Ακόμα, πληροφορούμαστε ότι οι γυναίκες δούλευαν 12 ώρες την ημέρα, από τις 6 το πρωί μέχρι τις 6.30 το απόγευμα με ανάπαυση μισής ώρας τον χειμώνα και από τις 5 το πρωί μέχρι τις 6.30 το απόγευμα με μιάμιση ώρα διάλειμμα το καλοκαίρι.
Πρακτικά, αυτό σήμαινε 12ωρη ορθοστασία, σε σχεδόν ακίνητη θέση!
Η αμοιβή τους ήταν, για τα δύο ή τρία πρώτα χρόνια, πενήντα λεπτά την ημέρα και στη συνέχεια αυξανόταν σε μία δραχμή.
Αντίθετα, για τους άνδρες τα ημερομίσθια κυμαίνονταν από 1,5 έως και 10 δραχμές.
Εκτός από την ορθοστασία, στα υφαντήρια «η συνώθησις είναι όντως ασφυκτική» καθώς υπάρχουν 120 αργαλειοί σε απόσταση μόλις μισού μέτρου ο ένας από τον άλλο.
Επίσης, δεν υπήρχε κανένα μέσο καθαρισμού του αέρα με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να είναι αποπνικτική, οι εργάτριες στο διάλειμμα έτρωγαν το κολατσιό τους στον χώρο εργασίας και οι τουαλέτες στερούνταν «άφθονου και αδιακόπως ρέοντος ύδατος».
«Οσαι λοιπόν πάθωσιν ως εκ της πολυετούς τοιαύτης φύσεως εργασίας, θα μείνωσιν άνευ άρτου κατά το υπόλοιπον της ζωής αυτών», αναφέρεται στο ρεπορτάζ, το οποίο κατέληγε με έκκληση προς την κυβέρνηση για τη λήψη μέτρων.
Ομως, οι ιδιοκτήτες και ιδιαίτερα ο Θεόδωρος Ρετσίνας (Αργος 1832-Πειραιάς 1932) είχαν ισχυρή πολιτική δύναμη.
Ο ίδιος είχε ήδη εκλεγεί δύο φορές δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1866-1870, 1874-1879) και διετέλεσε δύο συνεχείς περιόδους δήμαρχος της πόλης (1887-1891, 1891-1895).
Ηταν πολιτικός φίλος του Χαρίλαου Τρικούπη και του διαδόχου του, Γεώργιου Θεοτόκη, ενώ αργότερα (1899) εξελέγη βουλευτής Αττικής.
Ετσι, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε η κατάσταση στο εργοστάσιο, αλλά γίνονταν και σοβαρά εργατικά ατυχήματα.
Ενα απ’ αυτά συνέβη στις 30 Νοεμβρίου 1890, οπότε όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Η Εθνική» (φ. της 2ας Δεκεμβρίου 1890), μια μηχανή έκοψε δύο δάχτυλα από το αριστερό χέρι 11χρονης εργάτριας ή κατά την «Εφημερίδα των Κυριών» τον αριστερό βραχίονα.
Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν για κάθε τόπι πανιού 80 λεπτά, «τοις ανηγγέλθη ότι εις το εξής θα πληρώνονται μόνον 65», έγραψε η «Εφημερίς» του Δ. Κορομηλά.
Η μείωση ήταν δυσβάσταχτη καθώς εκείνη την εποχή «πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουν υπερτιμηθεί».
Ετσι, το πρωί της 14ης Απριλίου, 50-60 εργάτριες στο δεύτερο από τα τέσσερα εργοστάσια της εταιρείας, όταν τους ανακοινώνεται από τον προϊστάμενο ότι «κατ’ ανωτέραν διαταγήν» θα μειωθεί το μεροκάματό τους, αρνούνται να πιάσουν δουλειά.
Ολες μαζί συγκεντρώνονται στη Γούβα του Βάβουλα, στη σημερινή είσοδο του Πειραιά από την οδό 34ου Συντάγματος και ζητούν να δουλέψουν με κανονικό μεροκάματο.
Καθώς, όμως, δεν παίρνουν απάντηση, οι εργάτριες «εν σώματι μετέβησαν εις το κεντρικόν εργοστάσιον της ιδίας εταιρίας ίνα υποβάλωσι τα παράπονά των», όπως έγραψε, την επόμενη μέρα, η εφημερίδα «Καιροί».
Πάντως, κάποιες εφημερίδες δεν απέφυγαν ν’ αναφέρουν την είδηση με ειρωνικό σχολιασμό.
«Μέχρι τούδε είχομεν απεργίας εργατών, χθες όμως επαναστάτησαν και αι εργάτριαι αι εργαζόμεναι εις το των υφαντουργείων του κ. Ρετσίνα», έγραφε, χαρακτηριστικά, η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη.
Ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από το ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, η απεργία των εργατριών δικαιώθηκε αφού «το πράγμα διερθώθη εγκαίρως, και (…) επανήλθον εις το κατάστημα αναλαβούσαι εργασίαν».
Η πρώτη απεργία γυναικών και μια από τις πρώτες απεργίες στην Ελλάδα είχε περάσει στις σελίδες της Ιστορίας του «νεογέννητου» ελληνικού εργατικού κινήματος.
Μια μεγάλη διαδήλωση περίπου 200 γυναικών εμφανίζεται, στις 3 Απριλίου 1912, στον Πειραιά προκαλώντας μεγάλη αίσθηση.
Ηταν εργάτριες στη Γενική Αποθήκη Υλικού του Στρατού, απ’ όπου έπαιρναν δουλειά για να ράβουν στρατιωτικές στολές.
Σύμφωνα με την πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος» (φ. 3.4.1912), δεν ήταν η πρώτη φορά που διαμαρτύρονταν οι συγκεκριμένες καθώς φαίνεται ότι γίνονταν διακρίσεις από τους αξιωματικούς κατά την κατανομή της δουλειάς.
Συγκεκριμένα, όπως έγραψε στις 4 Απριλίου η εφημερίδα «Εμπρός», η διαμαρτυρία γινόταν εναντίον αξιωματικών της στρατιωτικής αποθήκης, «οι οποίοι χαριζόμενοι εις τινάς εξ αυτών εχούσας το προσόν να ευνοηθούν υπό της φύσεως, δίδουν εις αυτάς μόνον ενδύματα προς ραφήν, αδικούσαι όλας τας άλλας ατυχείς, προς τας οποίας φύσις και μοίρα εφάνησαν δυσμενείς».
Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής προβάλλουν αυτή τη διάκριση ως αιτία της διαδήλωσης.
Ωστόσο, τουλάχιστον μία, η εφημερίδα «Αστραπή», σημειώνει κάτι άλλο:
Οπως και να έχει, οι γυναίκες συγκρότησαν μεγάλη διαδήλωση και κατευθύνθηκαν στην Ακτή Ποσειδώνος, όπου βρισκόταν το γραφείο του βουλευτή και μετέπειτα δήμαρχου Πειραιά Αναστ. Παναγιωτόπουλου, από τον οποίο απέσπασαν την υπόσχεση ότι θα ενεργούσε για την αποκατάσταση της αδικίας.
Η είδηση φαίνεται ότι κέντρισε το ενδιαφέρον του συγγραφέα Παύλου
Νιρβάνα, που τη σχολίασε με καυστικό χιούμορ στην επιφυλλίδα του στην
εφημερίδα «Εστία» (φ. της 6ης Απριλίου 1912), γράφοντας μεταξύ άλλων:
Στη χώρα μας οι γυναίκες βρέθηκαν, από πολύ νωρίς, στην… πρώτη γραμμή του εργατικού κινήματος.
Στις 14 Απριλίου 1892 πραγματοποιήθηκε η πρώτη απεργία γυναικών, στη κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα.
Είκοσι χρόνια αργότερα, στις 3 Απριλίου 1912, έγινε στον Πειραιά μεγάλη διαδήλωση εργατριών κατά των διακρίσεων στον χώρο δουλειάς!
Στο μεσοδιάστημα, τον Νοέμβριο του 1908, η Αγγελική Παναγιωτάτου εκλέγεται καθηγήτρια του Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται ότι μια από τις πρώτες μεγάλες απεργίες γυναικών έγινε το 1934 στη βιοτεχνία επεξεργασίας βαμβακιού Lowell της Μασαχουσέτης.
Εκεί οι νεαρές γυναίκες δούλευαν 81 ώρες την εβδομάδα για 3 δολάρια.
Απ’ αυτά το 1,25 δολάριο πήγαινε σε έξοδα στέγασης σε κοιτώνες της εταιρείας.
Εκείνη τη χρονιά, έπειτα από μια σειρά περικοπών στο ημερομίσθιό τους οι γυναίκες της βιοτεχνίας αποφάσισαν να σταματήσουν τη δουλειά.
Ομως, επέστρεψαν ύστερα από λίγες μέρες αναγκασμένες να εργαστούν με μικρότερους μισθούς.
Πάντως, η αρχή είχε γίνει. Οι γυναίκες είχαν μπει στην πρώτη γραμμή των αγώνων.
Οπως έγινε και στην Ελλάδα, λίγα χρόνια μετά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας ως βιομηχανικών εργατριών.
Η πρώτη απεργία: Είπαν όχι στην περικοπή του μεροκάματου
«Μέχρι τούδε είχομεν απεργίας εργατών,
χθες όμως επαναστάτησαν και αι εργάτριαι αι εργαζόμεναι εις το των
υφαντουργείων του κ. Ρετσίνα»
Η αρχή της μαζικής εξόδου των γυναικών από το σπίτι τους και της
εισόδου τους στην αγορά εργασίας, σχεδόν αποκλειστικά στα εργοστάσια,
τοποθετείται στη δεκαετία του 1870.Το 1875 οι γυναίκες και τα κορίτσια αντιπροσώπευαν το 34,27% του συνόλου των εργαζομένων στα εργοστάσια.
Μάλιστα, το 91,8% του συνόλου των γυναικών και κοριτσιών εργαζόταν στα κλωστήρια, τα μεταξουργεία και τα ελάχιστα υφαντήρια. (Πηγή: Μαριάνθη Κοτέα, «Η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά 1860-1900», σελ. 164-165)
Στη δεκαετία του 1870 δημιουργείται στον Πειραιά η κλωστοϋφαντουργία των Θεόδωρου και Αλέξανδρου Ρετσίνα, που αγοράζοντας πτωχευμένες επιχειρήσεις του κλάδου, έφτασε ν’ αριθμεί τέσσερα εργοστάσια.
Οπως διαβάζουμε στο πρώτο γυναικείο περιοδικό, με το όνομα «Εφημερίς των Κυριών», που εξέδιδε η Καλλιρρόη Παρρέν, στο εργοστάσιο εργάζονταν 400 εργάτριες από 8 μέχρι 40 ετών! («Εφημερίς των Κυριών», τεύχος αριθμ. 28, 13 Σεπτεμβρίου 1887)
Ακόμα, πληροφορούμαστε ότι οι γυναίκες δούλευαν 12 ώρες την ημέρα, από τις 6 το πρωί μέχρι τις 6.30 το απόγευμα με ανάπαυση μισής ώρας τον χειμώνα και από τις 5 το πρωί μέχρι τις 6.30 το απόγευμα με μιάμιση ώρα διάλειμμα το καλοκαίρι.
Πρακτικά, αυτό σήμαινε 12ωρη ορθοστασία, σε σχεδόν ακίνητη θέση!
Η αμοιβή τους ήταν, για τα δύο ή τρία πρώτα χρόνια, πενήντα λεπτά την ημέρα και στη συνέχεια αυξανόταν σε μία δραχμή.
Αντίθετα, για τους άνδρες τα ημερομίσθια κυμαίνονταν από 1,5 έως και 10 δραχμές.
Εκτός από την ορθοστασία, στα υφαντήρια «η συνώθησις είναι όντως ασφυκτική» καθώς υπάρχουν 120 αργαλειοί σε απόσταση μόλις μισού μέτρου ο ένας από τον άλλο.
Επίσης, δεν υπήρχε κανένα μέσο καθαρισμού του αέρα με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να είναι αποπνικτική, οι εργάτριες στο διάλειμμα έτρωγαν το κολατσιό τους στον χώρο εργασίας και οι τουαλέτες στερούνταν «άφθονου και αδιακόπως ρέοντος ύδατος».
«Οσαι λοιπόν πάθωσιν ως εκ της πολυετούς τοιαύτης φύσεως εργασίας, θα μείνωσιν άνευ άρτου κατά το υπόλοιπον της ζωής αυτών», αναφέρεται στο ρεπορτάζ, το οποίο κατέληγε με έκκληση προς την κυβέρνηση για τη λήψη μέτρων.
Ομως, οι ιδιοκτήτες και ιδιαίτερα ο Θεόδωρος Ρετσίνας (Αργος 1832-Πειραιάς 1932) είχαν ισχυρή πολιτική δύναμη.
Ο ίδιος είχε ήδη εκλεγεί δύο φορές δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1866-1870, 1874-1879) και διετέλεσε δύο συνεχείς περιόδους δήμαρχος της πόλης (1887-1891, 1891-1895).
Ηταν πολιτικός φίλος του Χαρίλαου Τρικούπη και του διαδόχου του, Γεώργιου Θεοτόκη, ενώ αργότερα (1899) εξελέγη βουλευτής Αττικής.
Ετσι, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε η κατάσταση στο εργοστάσιο, αλλά γίνονταν και σοβαρά εργατικά ατυχήματα.
Ενα απ’ αυτά συνέβη στις 30 Νοεμβρίου 1890, οπότε όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Η Εθνική» (φ. της 2ας Δεκεμβρίου 1890), μια μηχανή έκοψε δύο δάχτυλα από το αριστερό χέρι 11χρονης εργάτριας ή κατά την «Εφημερίδα των Κυριών» τον αριστερό βραχίονα.
«Η εν Πειραιεί πτωχή εργάτις
μετηνέχθη εις το Ζάννειον νοσοκομείον, θα εξέλθη τούτου μετά την
επούλωσιν της εκ της τομής της χειρός της πληγής, θα τη παραχωρηθή ίσως
παρά του κ. εργοστασιάρχου μικρά προσωρινή συνδρομή και μετά ταύτα θα
αυξήση κατά ένα τον αριθμόν των αναπήρων επαιτών και επαιτίδων της
γείτονος πόλεως».
(«Εφημερίς των Κυριών» 9.12.1890)
Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1892, με αφορμή την προσπάθεια μείωσης του πενιχρού μεροκάματού τους, οι εργάτριες ξεσηκώνονται.Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν για κάθε τόπι πανιού 80 λεπτά, «τοις ανηγγέλθη ότι εις το εξής θα πληρώνονται μόνον 65», έγραψε η «Εφημερίς» του Δ. Κορομηλά.
Η μείωση ήταν δυσβάσταχτη καθώς εκείνη την εποχή «πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουν υπερτιμηθεί».
Ετσι, το πρωί της 14ης Απριλίου, 50-60 εργάτριες στο δεύτερο από τα τέσσερα εργοστάσια της εταιρείας, όταν τους ανακοινώνεται από τον προϊστάμενο ότι «κατ’ ανωτέραν διαταγήν» θα μειωθεί το μεροκάματό τους, αρνούνται να πιάσουν δουλειά.
Ολες μαζί συγκεντρώνονται στη Γούβα του Βάβουλα, στη σημερινή είσοδο του Πειραιά από την οδό 34ου Συντάγματος και ζητούν να δουλέψουν με κανονικό μεροκάματο.
Καθώς, όμως, δεν παίρνουν απάντηση, οι εργάτριες «εν σώματι μετέβησαν εις το κεντρικόν εργοστάσιον της ιδίας εταιρίας ίνα υποβάλωσι τα παράπονά των», όπως έγραψε, την επόμενη μέρα, η εφημερίδα «Καιροί».
Πάντως, κάποιες εφημερίδες δεν απέφυγαν ν’ αναφέρουν την είδηση με ειρωνικό σχολιασμό.
«Μέχρι τούδε είχομεν απεργίας εργατών, χθες όμως επαναστάτησαν και αι εργάτριαι αι εργαζόμεναι εις το των υφαντουργείων του κ. Ρετσίνα», έγραφε, χαρακτηριστικά, η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη.
Ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από το ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, η απεργία των εργατριών δικαιώθηκε αφού «το πράγμα διερθώθη εγκαίρως, και (…) επανήλθον εις το κατάστημα αναλαβούσαι εργασίαν».
Η πρώτη απεργία γυναικών και μια από τις πρώτες απεργίες στην Ελλάδα είχε περάσει στις σελίδες της Ιστορίας του «νεογέννητου» ελληνικού εργατικού κινήματος.
Απρίλιος 1912: Οι ευνοημένες, οι ατυχείς και ο εργολάβος
Ηταν εργάτριες στη Γενική Αποθήκη Υλικού του Στρατού, απ’ όπου έπαιρναν δουλειά για να ράβουν στρατιωτικές στολές.
Σύμφωνα με την πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος» (φ. 3.4.1912), δεν ήταν η πρώτη φορά που διαμαρτύρονταν οι συγκεκριμένες καθώς φαίνεται ότι γίνονταν διακρίσεις από τους αξιωματικούς κατά την κατανομή της δουλειάς.
Συγκεκριμένα, όπως έγραψε στις 4 Απριλίου η εφημερίδα «Εμπρός», η διαμαρτυρία γινόταν εναντίον αξιωματικών της στρατιωτικής αποθήκης, «οι οποίοι χαριζόμενοι εις τινάς εξ αυτών εχούσας το προσόν να ευνοηθούν υπό της φύσεως, δίδουν εις αυτάς μόνον ενδύματα προς ραφήν, αδικούσαι όλας τας άλλας ατυχείς, προς τας οποίας φύσις και μοίρα εφάνησαν δυσμενείς».
Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής προβάλλουν αυτή τη διάκριση ως αιτία της διαδήλωσης.
Ωστόσο, τουλάχιστον μία, η εφημερίδα «Αστραπή», σημειώνει κάτι άλλο:
«Από τινων ημερών δεν παρέχεται πλέον
εις αυτάς εργασία και φαίνεται ότι λόγος του τοιούτου είναι η απόφασις
των αρμοδίων όπως η ραφή δοθή εις εργολάβον».
Παρακάτω η εφημερίδα επισημαίνει ότι εάν γίνει κάτι τέτοιο οι γυναίκες θα χάσουν τη δουλειά τους «εκ της οποίας αποζούν αυταί, συντηρούσαι ή βοηθούσαι και τας οικογένειάς των» και υποστηρίζει ότι εάν η εργασία ανατεθεί σε εργολάβο «δεν θα γίνεται όσον τώρα τελεία». Οπως και να έχει, οι γυναίκες συγκρότησαν μεγάλη διαδήλωση και κατευθύνθηκαν στην Ακτή Ποσειδώνος, όπου βρισκόταν το γραφείο του βουλευτή και μετέπειτα δήμαρχου Πειραιά Αναστ. Παναγιωτόπουλου, από τον οποίο απέσπασαν την υπόσχεση ότι θα ενεργούσε για την αποκατάσταση της αδικίας.
«Μ’ ένα ωραίον πρόσωπον κάμνει κανείς
θαύματα εις τον κόσμον αυτόν! Και κάμνει ίσως τόσα, όσα δεν κάμνει μ’
έναν ωραίον νουν ή με μίαν αθλητικήν μυολογίαν.
Με όσα και αν λέγουν, η ωραιότης δεν
είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη, και μεγάλη ανάγκη. Η ωραιότης είναι
πλούτος, δύναμις, τύχη, και μέσον πολύτιμον προόδου και ευδοκιμήσεως
(…) εάν αι παραπονούμεναι γυναίκες ήσαν ωραιότεραι, η θέσις των θα ήτο
μοιραίως καλλιτέρα. Το πώς δεν ημπορώ να το εξηγήσω.
Αλλά ομολογώ, με πάσαν ειλικρίνειαν,
ότι αν ήμουν διευθυντής της Στρατ. Αποθήκης Πειραιώς και ήρχετο να μου
ζητήση εργασίαν η Μόνα Λίζα Τζοκόντα, και εις περίστασιν ακόμη, που δεν
θα υπήρχε ούτε μια στολή εις τας αποθήκας μου, θα έκοβα μίαν από τον
τοίχον, διά να της την δώσω».
Πηγή: εφσυν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου