Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 8 εδ. σ’του Ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση
εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία
στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 § 1 του Ν. 2112/1920 ή
του ΒΔ της 16/18-7-1920, ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό
οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της
ηλικίας τους,
αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του
εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920 ή το
ανωτέρω ΒΔ αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας
της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το
άρθρο 5 §§ 1 και 2 του Ν. 3198/1955.
Επίσης με τις διατάξεις
του άρθρου 8 εδ. β’ και / του ίδιου Ν. 3198/1955, που προστέθηκαν με το
άρθρο 8 § 4 του ΝΔ 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 § 1 του
Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί, γενικά, που υπάγονται στην
ασφάλιση οποιοσδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης
εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους
σύνταξης γήρατος μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη
να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου,
είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του
εργοδότη τους.
Σε όλες τις ανωτέρω
περιπτώσεις οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40%, οι δε μη
επικουρικά ασφαλισμένοι το 50% της αποζημίωσης την οποία δικαιούνται
σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για τη
χορηγούμενη, ως άνω, μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους
απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των
άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν. 3198/1955 καθώς και εκείνες
του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που
αφορούν την προειδοποίηση. Από την αντιπαραβολή των ως άνω εδαφίων του
άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή
κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο
των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων,
την ευρύτερη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο
αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες
των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις
οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Η εφαρμογή του πρώτου
εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει, ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με
σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους
που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η
σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη,
που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη
συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση, όμως που με
τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της
σύμβασης τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η
σύμβαση εργασίας μεταπίπτει, εξ αρχής σε αορίστου χρόνου. Τέτοια
περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης μπορεί να αποτελεί το προβλεπόμενο
από τον κανονισμό δικαίωμα παραίτησης με μονομερή δήλωση του μισθωτού
που διαφέρει από την καταγγελία για σπουδαίο λόγο (ΑΠ 1133/2006 ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 1406/2005 ΕλΔνη 2006.148).
β) Σε αντίθεση προς το
δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου απαιτείται επιπλέον η
συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος το πρώτο
εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού, αλλά τη συμπλήρωση
από το μισθωτό 15ετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή το προβλεπόμενο
από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, σε περίπτωση
έλλειψης τούτου, το 65° έτος της ηλικίας του.
γ) Η εφαρμογή του πρώτου
εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων, και τη συγκατάθεση του εργοδότη για
την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να
παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, ενώ δύναται να είναι
έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να
είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και
να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον κανονισμό για την περίπτωση της
πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης κατά
την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε.
παρέχοντας εκ των προτέρων, τη συγκατάθεση του στην παραίτηση του
υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί (ΑΠ 311/2017, ΑΠ 55/2015, ΑΠ
130/2015, ΑΠ 183/2015, ΑΠ 273/2015 ΝΟΜΟΣ).
Επίσης από τις διατάξεις
των άρθρων 1 § 2 ΝΔ 3789/1957, 12 § 4 Ν.1767/1988 και 8 § 3 Ν. 2224/1996
προκύπτει ότι οι όροι του με ισχύ νόμου εφαρμοζομένου κανονισμού
εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας του
μισθωτού και συνεπώς η διεπόμενη από τέτοιον κανονισμό ατομική σύμβαση
εργασίας του μισθωτού περιέχει και τους όρους του κανονισμού (ΟλΑΠ
42/2002 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο
33 του από 12-3-2001 Κανονισμού Εργασίας της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΉΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, ο οποίος καταρτίστηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.
1876/1990, με την από 9-3-2001 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
που συνήφθη μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και της ΣΥΕΤΈ, όπως ήδη
ισχύει και ρυθμίζει την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της
κατατέθηκε δε στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας με αριθμό 5/12-3-2001, η
σύμβαση εργασίας μεταξύ της εν λόγω τράπεζας και κάθε εργαζομένου σε
αυτή λύεται:
α) με το θάνατο του υπαλλήλου,
β) με την έγγραφη
παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία επιφέρει τη λύση της σύμβασης χωρίς να
απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της τράπεζας
γ) με καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την τράπεζα για σπουδαίο λόγο,
δ) λόγω επιβολής της κατά
το άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού ποινής της ορισπκής παύσης και ε)
αυτοδικαίως λόγω αδικαιολόγητης ή αυθαίρετης απουσίας του υπαλλήλου για
χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα.
Σε κάθε περίπτωση η λύση
επέρχεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας και 35
ετών συντάξιμης υπηρεσίας. Σε περίπτωση κατά την οποία ο
καταλαμβανόμενος από το όριο ηλικίας των 58 ετών δεν συμπληρώνει 35 έτη
συντάξιμης υπηρεσίας τότε η σύμβαση δεν λύνεται και παρατείνεται
αυτοδικαίως μέχρι τη συμπλήρωση 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας με ανώτατο
χρονικό όριο στην περίπτωση αυτή τη συμπλήρωση από τον υπάλληλο του 62ού
έτους της ηλικίας του.
Σε περίπτωση που ο
υπάλληλος συμπληρώνει το 62° έτος της ηλικίας του χωρίς να θεμελιώνει
δικαίωμα για άμεση λήψη κύριας σύνταξης από οποιονδήποτε ασφαλιστικό
φορέα, τότε η σύμβαση παρατείνεται μέχρις ότου παγιωθεί τέτοιο δικαίωμα.
Όσοι συμπληρώνουν ένα από τα παραπάνω όρια ηλικίας κατά τη διάρκεια του
έτους αποχωρούν αυτοδικαίως από την 1η Ιανουάριου του επόμενου έτους
χωρίς να δικαιούνται οποιαδήποτε αποζημίωση.
Από τις ανωτέρω διατάξεις
συνάγεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του πιο πάνω Κανονισμού της
τράπεζας ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο
ηλικίας με έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται αποδοχή
ή συγκατάθεση της τράπεζας εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α’
του Ν. 3198/1955, αφού η, με τον τρόπο αυτό, παραίτηση του υπαλλήλου
ταυτίζεται, κατά περιεχόμενο, με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με
τη συγκατάθεση της τελευταίας ενώ η σύμβαση του υπαλλήλου, που λύεται
με την κατά τον εν λόγω τρόπο παραίτησή του, πριν από τη συμπλήρωση του
καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από ορισμένου σε αόριστου
χρόνου.
Επομένως εφόσον
συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της ως άνω διάταξης ο αποχωρών,
λόγω παραίτησης πριν από τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας
υπάλληλος της τράπεζας δικαιούται την προβλεπόμενη από την ανωτέρω
διάταξη μειωμένη αποζημίωση, αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της
τράπεζας που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από
τον Κανονισμό δικαίωμα παραίτησης του μισθωτού από την εργασία του,
χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των
αποτελεσμάτων της παραίτησης η αποδοχή αυτής από την τράπεζα ή η ρητή
συγκατάθεσή της στην αποχώρηση των εργαζομένων της (ΑΠ 907/2012, ΑΠ
1941/2008 ΝΟΜΟΣ)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου