14 Νοε 2023

Η συνταρακτική αφήγηση του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, του ανθρώπου που φωτογράφισε το τανκ την ώρα που μπήκε στο Πολυτεχνείο

 

Μια συνταρακτική αφήγηση του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, του ανθρώπου που φωτογράφισε το τανκ την ώρα που μπήκε στο Πολυτεχνείο 

Ο μοναδικός φωτορεπόρτερ που φωτογράφησε το τανκ του Πολυτεχνείου τη στιγμή της φονικής του δράσης είναι ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, εμβληματική μορφή του φωτογραφικού ρεπορτάζ. Φωτογράφος του απαιτητικού Ασοσιέτεντ Πρες παρακολουθούσε τα δραματικά γεγονότα του 1973, πολύ πριν από την ιστορική βραδιά, και κάλυπτε με τον φακό του τις εξελίξεις. Φωτογραφίες του από εκείνες στις ημέρες θα εκτίθενται από το βράδυ της Τετάρτης, 15 Νοεμβρίου, σε αίθουσα του Δήμου Βάρης Βούλας  Βουλιαγμένης (Λεωφ. Κ. Καραμανλή 18, Βούλα). Με αφορμή την επέτειο των δραματικών γεγονότων εκείνης της χρονιάς, αναζητήσαμε μια –όχι πολύ παλιά, μόλις πριν από τρία χρόνια– συνέντευξη του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα που είχε δώσει στην ιστοσελίδα photocontest.gr (φωτό). Είναι αναρτημένη στο you tube και απομαγνητοφωνήσαμε ένα μεγάλο μέρος της. Το απομαγνητοφωνημένο κομμάτι αρχίζει από τη στιγμή που άφησε με τον διευθυντή του τα γραφεία τού πρακτορείου στην Αθήνα και κατηφόρισε προς την Πατησίων. Η αφήγηση ακολουθεί:

Φτάνουμε στη 16η προς 17η Νοεμβρίου. Ήταν η ώρα 9 με 9.30. Έστελνα (σημ.: από το γραφείο) τις φωτογραφίες της ημέρας στο εξωτερικό και έβγαινα έξω να πάρω λίγο αέρα από τα χημικά. Κάποια στιγμή άκουσα –άκουγα καλύτερα τότε– ένα θόρυβο. Ο θόρυβος αυτός ήταν γνωστός, ήταν ερπύστριες. Μπήκα στην αίθουσα των δημοσιογράφων και είπα στον Ελληνοαμερικανό διευθυντή μου, «παρακαλώ έλα να ακούσεις κάτι». Έρχεται λοιπόν και αυτός και στήνει αυτί. «Ω, είναι τανκς! Πάρε τις μηχανές σου και τρέχα». «Βεβαίως θα πάρω τις μηχανές μου, αλλά ποιος θα γράψει το στόρι;». «Εσύ θα μας πεις». «Όχι, του λέω. Θα έρθεις μαζί μου».

Εγώ  ήθελα να έχω κάποιον κοντά μου γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ καλύτερα να είστε δύο παρά μόνος. Ήθελε δεν ήθελε, τελικά τον κατάφερα. Κατεβήκαμε κάτω. Αυτός είχε τότε μια Τζάγκουαρ, με αγγλικές πινακίδες γιατί είχε το δικαίωμα ως ξένος ανταποκριτής. Μπήκαμε, λοιπόν, μέσα και κατεβήκαμε την Αμερικής (τώρα ανεβαίνει, τότε κατέβαινε). Και πέσαμε πάνω στη φάλαγγα. Ήταν γύρω στα δέκα μικρά και μεγάλα τανκ τα οποία κατέβαιναν την Πανεπιστημίου. Εμείς τι κάναμε: ψάχναμε να βρούμε ένα χώρο να μπούμε ενδιάμεσα, να μην εξέχουμε σε έναν άδειο δρόμο. Η Πανεπιστημίου εκείνη την στιγμή ήταν άδεια τελείως. Να είναι η φάλαγγα και μια Τζάγκουαρ δίπλα ήτανε κάπως... Τελικά βρήκαμε ένα χώρο, χωθήκαμε μέσα και γίναμε μέρος της φάλαγγας. Εκείνος φοβόταν μήπως του πατήσει καμιά ερπύστρια το αμάξι, αλλά προσέχαμε. 

Πώς τράπηκε σε φυγή το περιπολικό…

Στο Πανεπιστήμιο μπροστά, μας πλησιάζει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο, το 100 το λεγόμενο. Εγώ είμαι συνοδηγός, είμαι δεξιά, και έρχεται το αστυνομικό αυτοκίνητο. Ο οδηγός τού περιπολικού ανοίγει το παράθυρο και με την απειλή περιστρόφου κατέβασε μερικά επίθετα, «τσακιστείτε» και λοιπά, «φύγετε από εδώ, τι δουλειά έχετε εσείς εδώ;»  Ο διευθυντής μου λιγάκι ψιλό...  Του λέω μη μιλάς. Οι  μηχανές μου κάτω, μέσα στην τσάντα. Οπότε κατεβάζω και εγώ το παράθυρο και μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου έπρεπε να σκεφτώ τι απάντηση θα δώσω. Τον κοιτάζω καλά καλά στα μάτια και του κάνω «σουςςςς!» χωρίς να του πω κουβέντα, τίποτα. Αυτός ψάρωσε. Σου λέει, για να  μου κάνει εμένα στο περίστροφο μπροστά «σουςςςς» πρέπει να είναι κάτι. Είπαν κάτι μεταξύ τους, έκαναν δεξιά, έφυγαν. Υποθέτω ότι βλέποντας στο αμάξι με αγγλικές πινακίδες δύο νεαρούς, μας πέρασαν της CIA ή της Ιντέλιτζενς Σέρβις, ένα από τα δύο.

Λοιπόν, φτάσαμε στην οδό Πατησίων κοντά στο Πολυτεχνείο. Το αυτοκίνητό μας σταμάτησε στο Μινιόν. Κατέβηκα με τις μηχανές, κανονικά, χωρίς να κρύψω τίποτα. Δίπλα ο διευθυντής μου. Προχώρησα και στάθηκα στην οδό Στουρνάρη και Πατησίων, στη γωνία ακριβώς. Δηλαδή η κεντρική πύλη ήταν όχι πάνω από 30 μέτρα. Όπως ήρθε η φάλαγγα ο επικεφαλής, ο επιλοχίας, στάθηκε μπροστά στην κεντρική είσοδο, ενώ οι άλλοι απλώθηκαν δεξιά και αριστερά. Όλοι οι προβολείς στραμμένοι στα κάγκελα. Ήταν γεμάτα τα κολωνάκια φοιτητές με διάφορα πανό. Και φοιτητές να βγαίνουν στα παράθυρα, να φωνάζουν «είμαστε αδέρφια, ελάτε μαζί μας, είμαστε άοπλοι» και πολλά τέτοια. Και παράλληλα να ακούς τη μουσική από μέσα και τον εκφωνητή. Τραγούδια του Θεοδωράκη και άλλα. Ήταν μία συγκινητική στιγμή που δεν την ξεχνάω.

Όταν πήγα εκεί άρχισα δειλά-δειλά χωρίς φλας να τραβάω. Τότε τα ASA ήταν 400 (σημείωση Harddog: ASA= η ευαισθησία του φιλμ ανάλογα με τις φωτιστικές συνθήκες),  36άρια βέβαια, μάνιουαλ μηχανή, στο χέρι, 60 ταχύτητα στην κάμερα και ανοιχτό διάφραγμα. Με όσο πιο σταθερό χέρι προσπαθούσα να φωτογραφήσω αυτό που βλέπαμε. Δεν τελείωνα ποτέ ένα 36άρι. Άφηνα 7-8 καρέ, έβγαζα το καρούλι και το έδινα στο διευθυντή μου γιατί περίμενα ότι από λεπτό σε λεπτό κάποιος θα με αρπάξει και θα με πάει στην Μπουμπουλίνας.

Μία άλλη συγκυρία την οποία δεν σας είπα, ήταν όταν φτάσαμε εκεί, μετά από δύο-τρία λεπτά έρχεται ένας αστυνόμος με τρία λευκά σιρίτια. Το όνομά του δεν το ήξερα, απλώς από τις διαδηλώσεις τις καθημερινές γνώριζε ο ένας τον άλλον. Εγώ με τη μηχανή, αυτός με τον τρόπο του. Και έρχεται με εκείνο το αστυνομικό υφάκι. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρωτάει. «Κύριε διευθυντά, ήρθα να πάρω μερικές φωτογραφίες». «Γιατί;» μου λέει. «Κάτσε εδώ, θέλω να σε βλέπω, να σε προσέχω». Άλλο που δεν ήθελα και εγώ να έχω κάποιον να με προσέχει… 

Η έξοδος από τη Στουρνάρη και το ξύλο

Γύρω μου ήταν γεμάτο από αστυνομικούς, ένστολους και με πολιτικά και από μερικούς στρατιώτες. Κάποιοι από τους αστυνομικούς πήγαιναν και έρχονταν βρίζοντας και κρατώντας γκλομπ. Αυτή η δουλειά κράτησε μέχρι τις 12. Φωτογράφιζα και τα έδινα. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε και ο εισαγγελέας, ο κύριος Τσεβάς, με την ντουντούκα, και κάλεσε τους φοιτητές να φύγουν. Γινόταν κάποια ενδοσυνεννόηση για να τους αφήσουν να φύγουν αλλά δεν τα βρίσκανε. Όταν ήρθε ο Τσεβάς τους έδωσε το λόγο του, «βγείτε δεν πρόκειται να σας πειράξουμε». Έκαναν την ανοησία καμιά εικοσαριά νεαροί και κοπέλες και πήδηξαν από τα παράθυρα της Στουρνάρη. Μόλις κατέβηκαν κάτω τους έβαλαν σε δυάδες, τα χέρια στο κεφάλι και όταν μπήκαν στην οδό Πατησίων πέσανε πάνω τους και τους σάπισαν στο ξύλο.

Εκεί είδα μια σκηνή η οποία μου κόστισε γιατί άνοιξαν το κεφάλι ενός φοιτητή που έπεσε κάτω, και από πάνω έπεσε μία κοπέλα να τον προστατέψει. Πήγα να σηκώσω τη μηχανή γιατί ήταν μία εικόνα την οποία ήθελα, αλλά ταυτόχρονα ήταν 30-40 ζεύγη ματιών να με κοιτάζουν. Οπότε σκέφτηκα, ή φωτογραφίζω και θα είναι η τελευταία εικόνα, μπορεί να με πάνε και μέσα, ή κάνω τον  βλάκα και να περιμένω να δω τι θα γίνει. Προτίμησα το δεύτερο. Αυτόματα, μόλις είδαν τη μηχανή γύρισαν όλοι και με κοιτούσαν να δουν τι θα κάνω, αν φωτογραφίσω το γεγονός. Είπα στον διευθυντή μου να φύγει για να γλιτώσουμε ό,τι είχα τραβήξει. Και το έκανε. Πήγε στο γραφείο. Του είπα ότι θα μείνω μέχρι το τέλος. 

Από τη μια το περίστροφο, από την άλλη το τηλέφωνο του τανκ

Τον λοχία πάνω στο τανκ τον άκουγα. Με το τηλέφωνο του άρματος μιλούσε και έλεγε «Μάλιστα! Μάλιστα!» Δεν ήξερα τι του έλεγαν οι άλλοι. «Διατάξτε! Διατάξτε!» Από το ένα χέρι κρατούσε το περίστροφο και από το άλλο το τηλέφωνο. Σε κάποια στιγμή, στις 3  παρά, βλέπω τον πυργίσκο του τανκ να γυρίζει ανάποδα. Ενώ έβλεπε την πόρτα του Πολυτεχνείου ξαφνικά γύρισε από την άλλη πλευρά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έκανε και όπισθεν και ήρθε με τη φορά που ήτανε κάτω από το Ακροπόλ Παλλάς, στην άλλη γωνία που ήμουνα εγώ. Έκανα το σταυρό μου, «Δόξα σοι ο Θεός θα πήρε εντολή να φύγει, τελείωσε η ιστορία» λέω και ευχαριστήθηκα. Φουλάρει τις μηχανές με όση δύναμη είχε και πάτησε γκάζι απότομα. Και στο αυτοκίνητο ακόμα να το κάνεις θα βγει κάπνα, πολύ περισσότερο σε ένα τανκ. Μαύρισε ο κόσμος γύρω. Με όση δύναμη είχε πήγε και έπεσε πάνω στην πόρτα τού Πολυτεχνείου. Εγώ ξαφνιάστηκα, δεν το περίμενα. Είδα με τα μάτια μου να πέφτουν, και μπροστά στο δρόμο και μέσα, οι άνθρωποι που ήταν πάνω στα κολωνάκια. Σαν να  κούναγες μία πορτοκαλιά με γινωμένα πορτοκάλια, έτσι έπεφταν κάτω. Ακριβώς πίσω από την κύρια πύλη είχανε βάλει ένα αυτοκίνητο, μία Μερσέντες, κάποιου πρύτανη υποθέτω, για πρόχωμα. Με τη φορά που πήγε το τανκ βρήκε εκεί κάποια αντίσταση. Με χαμηλή ταχύτατα τα έλιωσε όλα, έριξε το αριστερό κολωνάκι και την πύλη. Έσυρε τη Μερσεντές με ό,τι άλλο έβρισκε μπροστά του, στα 10-15 μέτρα μέσα στο προαύλιο.

Άνοιξε λοιπόν τον χώρο και όρμησαν μέσα αστυνομικοί και λοκατζήδες. Εκείνη τη στιγμή άκουγα πολλά βογκητά, γιατί πολλοί με ρωτούν «είδες νεκρούς;» Όχι νεκρούς δεν είδα, δεν μπορώ να πω ότι είδα, δεν μπορώ να πω ψέματα. Άκουσα φωνές και πυροβολισμούς πάρα πολλούς. Είχαν ανοίξει οι σειρήνες όλων τανκ και το μόνο πράγμα που έκανα μόλις συνήλθα πήγα στο κέντρο της οδού Πατησίων για να έχω μία καλύτερη οπτική γωνία. Γιατί το τανκ αφού μπήκε, μετά γύρισε και έμεινε το μισό μέσα και το μισό έξω. Είναι η εικόνα που βλέπετε. Τράβηξα δύο καρέ και είδα να έρχονται πάνω μου δύο αστυνομικοί. Δεν τους άρεσε αυτό που φωτογράφισα. Αυτοί δεν κρατούσαν γκλομπ. Κρατούσαν κάτι καδρόνια. Ενάμισι μέτρο καδρόνι χοντρό. Μου λένε μερικά επίθετα και σηκώνουν τα ξύλα, ο ένας από δω και ο άλλος από εκεί. Αλλά όπως είπα νωρίτερα, έπαιζα μποξ τότε και έκανα κινήσεις μία από δω και μία από κει. Αυτός που προσπαθούσε να με χτυπήσει στο κεφάλι, μου έξυσε τον ώμο, για χιλιοστά δηλαδή, και επειδή κρατούσα την τσάντα δεξιά, το ξύλο κατέληξε στην τσάντα. Έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω ζικ-ζακ. Πήγε να βγάλει το περίστροφο, δεν πυροβόλησε. Μπήκα στην οδό Πατησίων ανέβηκα την Ακαδημίας και πήγα λαχανιασμένος στο γραφείο. Εμφάνισα αμέσως το φιλμ και άρχισα να στέλνω φωτογραφίες. 

Επιστροφή στην Πατησίων

Όμως η θέλησή μου, η σκέψη μου, ήταν να πάω στο Πολυτεχνείο να δω τι έγινε. Και μόλις ξημέρωνε, αφού τελείωσα και έστειλα 15 φωτογραφίες, έφυγα. Για πρώτη φορά έστειλα τόσες πολλές. Συνήθως το μεγαλύτερο θέμα του Ασοσιέτιντ Πρες δεν έπαιρνε περισσότερες από 2-3  φωτογραφίες, αλλά τώρα μου ζητούσαν να στείλω και άλλες γιατί ήταν μεγάλο θέμα. Γέμισα πάλι τη μηχανή μου, κατέβηκα την Ακαδημίας και πήγα στο Πολυτεχνείο. Την ώρα που έφτασα ήτανε πριν τις 6:30 με 7 το πρωί. Είδα αστυνομικούς και πυροσβέστες με μάνικες νερό να καθαρίζουν το προαύλιο έξω και μέσα. Χωρίς να ρωτήσω κανέναν μπήκα μέσα. Φωτογράφισα σκισμένα πουκάμισα, παντελόνια παπούτσια, ελβιέλες πεταμένες από δω και από κει, και κάπου πήρε το μάτι μου και μερικές κηλίδες αίματος που δεν είχαν προλάβει να καθαρίσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: