Η επίσημη απάντηση του Υπουργείου Εργασίας στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων στο θέμα της πληρωμής του επιδόματος και της αποζημίωσης αδείας των εργαζομένων που βρίσκονται (ή βρέθηκαν) σε αναστολή εργασίας.
Διαβάστε στη συνέχεια την «απάντηση» του Υπουργείου Εργασίας
Αθήνα, 07 Δεκεμβρίου 2020
ΣΧΕΤ.: Το από 04/12/2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σας. ΘΕΜΑ: Παροχή πληροφοριών σχετικά με άδεια και επίδομα αδείας κατά την αναστολή της εργασιακής σχέσης.
Απαντώντας επί του ανωτέρω σχετικού, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Α. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 της από 20.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α'68), «...Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, που πλήττονται σημαντικά, λόγω των αρνητικών συνεπειών του φαινόμενου του κορωνοϊού-COVID 19, δύνανται να αναστέλλουν τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού τους, προκειμένου να προσαρμοστούν οι λειτουργικές ανάγκες τους στο δυσμενές περιβάλλον που δημιουργείται...»
Η αναστολή της εργασιακής σχέσης, αναστέλλει κατ' αρχήν την εκτέλεση των υποχρεώσεων των μερών για το χρονικό διάστημα αυτής, όμως δεν την καταλύει. Απλώς αναστέλλει την ενέργεια και τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης, με διατήρησή της όμως προς το σκοπό της συνέχισής της, όταν εκλείψει ο λόγος αναστολής. Η αναστολή αναφέρεται στις κύριες υποχρεώσεις των μερών από την εργασιακή σχέση, δηλαδή στην υποχρέωση παροχής της συμφωνημένης εργασίας και σ' εκείνη της υποχρέωσης καταβολής του συμφωνημένου ή νόμιμου μισθού. Αντιθέτως, οι λοιπές παρεπόμενες υποχρεώσεις των μερών δεν επηρεάζονται, ενώ ο χρόνος αναστολής υπολογίζεται κατά κανόνα, ως χρόνος εργασίας για όλα τα δικαιώματα του εργαζόμενου, που στηρίζονται στην απασχόληση του (Α.Π. 317/53, 463/63, Πρωτ. Θεσ/κης 30/60, Α.Π. 231/53, Π. Θεσ/κης 1312/72,Α.Π. 751/87 κλπ.,Ι. Κουκιάδης: εργατικό δίκαιο 1984 σελ. 643- 649).
Ειδικότερα και σε ότι αφορά την ετήσια κανονική άδεια των μισθωτών,. επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παρ.6 του αρ.2 του Α.Ν. 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης των μισθωτών, τα διαστήματα, κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε ή απέχει από την εργασία του, λόγω βραχείας ασθενείας στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως, ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας τις οποίες αυτός δικαιούται.
Ενόψει των ανωτέρω νομικών και νομολογιακών δεδομένων, καθίσταται εμφανές ότι οι εργαζόμενοι που τελούν σε αναστολή της εργασιακής τους σχέσης, είτε λόγω απαγόρευσης λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης στην οποία εργάζονται, με εντολή δημόσιας αρχής, είτε επειδή οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται έχουν προβεί σε αναστολή των συμβάσεων εργασίας μέρους ή συνόλου των εργαζομένων τους, προκειμένου να προσαρμόσουν τις λειτουργικές ανάγκες τους στο δυσμενές περιβάλλον που δημιουργείται, εξακολουθούν να δικαιούνται άδεια και επίδομα αδείας καθώς ο χρόνος αναστολής υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας για τα συγκεκριμένα δικαιώματα.
Πιο συγκεκριμένα ισχύουν και για αυτούς, τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267/ Α'/28-12-2004), καθώς και την αρ. πρωτ. 3392/01-03-2005 Εγκύκλιο του Υπουργού Απασχόλησης, κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι δύο (22) ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ.6 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2000/2001, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και 25 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Από 01-01-2008 (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2008/2009), μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλ. συνολικά τριάντα μία (31) ημέρες επί εξαημέρου και είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου.
Εκτός από τις αποδοχές αδείας οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν και «Επίδομα αδείας» (αρ. 3 Ν. 4504/66). Το επίδομα της αδείας υπολογίζεται, όπως υπολογίζονται και οι αποδοχές της αδείας, με τον περιορισμό, ότι δεν μπορεί να υπερβεί το μισό μισθό για όσους μισθωτούς αμείβονται με μισθό, και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά κλπ.
Το επίδομα αδείας, ακολουθεί την άδεια και καταβάλλεται, από τον εργοδότη, μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού, κατά την έναρξη της αδείας του μισθωτού, κατ' αναλογία πάντα των ημερών αδείας που λαμβάνει κάθε φορά ο μισθωτός.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945, η χρονική περίοδος χορήγησης της αδείας συμφωνείται μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού, με τον εργοδότη, σε κάθε περίπτωση να είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από την διατύπωση της σχετικής αίτησης από τον εργαζόμενο. Επισημαίνεται ωστόσο ότι, σύμφωνα με την παρ.15 του άρθρου 3 του Ν.4504/1966 (Φ.Ε.Κ. Α' 57), η αίτηση αυτή δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος αδείας μετ' αποδοχών εκ μέρους του μισθωτού.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, καθώς και με την αρ.πρ. 3392/1-3-2005 Εγκύκλιο επί του άρθρου αυτού, η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου.
Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου.
Όταν η μη χορήγηση μέρους ή του συνόλου των ημερών κανονικής άδειας των εργαζομένων εντός του αυτού ημερολογιακού έτους δεν οφείλεται στον εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές μη ληφθείσας αδείας χωρίς προσαύξηση, δεδομένου ότι ο εργοδότης δεν δύναται να εκπληρώσει τη νομική υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων ημερών κανονικής άδειας με τη χορήγηση αυτούσιων των ως άνω ημερών μέσω της μεταφοράς τους στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη (Άρειος Πάγος 1240/2014).
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, αποχώρηση απ' την εργασία κ.λ.π.) πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται από τον εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983, αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας σύμφωνα με τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.
Η αποζημίωση αδείας καθώς και το επίδομα αδείας θα πρέπει, σύμφωνα και με την υπ. Αρ. 97/09 Απόφαση του Αρείου Πάγου, να λαμβάνονται από τον εργαζόμενο κατά το χρόνο της λύσης της σχέσης εργασίας, που αποτελεί και τη δήλη ημέρα πληρωμής.
Εύλογο είναι ότι το ίδιο ισχύει και επί συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να έχει χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.
Παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις και μόνο για το έτος 2020, παρέχεται από το άρθρο 69 του Ν. 4756/2020 (Α'235) σύμφωνα με το οποίο: «1. Επιχειρήσεις - εργοδότες που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση εργασίας έχει τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζει να τελεί σε αναστολή αδιαλείπτως ή κατά διαστήματα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, δύνανται, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων περί ετήσιας κανονικής άδειας, να μεταφέρουν το σύνολο ή το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας του έτους 2020, έως και την 30ή Ιουνίου 2021.
2. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας και του επιδόματος αδείας».
Ενόψει των ανωτέρω νομικών και νομολογιακών δεδομένων, επισημαίνονται τα εξής:
Α. Με βάση τις γενικές διατάξεις για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας, η κανονική άδεια θα πρέπει κατά γενική αρχή, να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.
Β. Κατ' εξαίρεση, μόνο για το έτος 2020 και μόνο για επιχειρήσεις - εργοδότες που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων οι συμβάσεις έχουν τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζουν να τελούν σε αναστολή αδιαλείπτως ή κατά διαστήματα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, δίνεται η δυνατότητα να μεταφέρουν το σύνολο ή το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας έτους 2020 των εν λόγω εργαζομένων τους, έως και την 30η Ιουνίου 2021.
- Σε περίπτωση κατά την οποία οι ως άνω επιχειρήσεις-εργοδότες, κάνουν χρήση της εν λόγω δυνατότητας για τους εργαζόμενους τους των οποίων οι συμβάσεις έχουν τεθεί σε αναστολή, οφείλουν να προβούν στη χορήγηση της εν λόγω άδειας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 30η Ιουνίου 2021 πάντα σε συμφωνία με τους εργαζόμενους, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945.
- Σε περίπτωση, αντιθέτως, που δεν κάνουν χρήση της εν λόγω δυνατότητας, υποχρεούνται, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2020, να καταβάλουν στους εν λόγω εργαζόμενους τις αποδοχές μη ληφθείσας αδείας και επιδόματος αδείας σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Στην τελευταία αυτήν περίπτωση και ειδικότερα για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις δωδεκάμηνης λειτουργίας, προβλέπονται σύμφωνα με το άρθρο 67 του Ν.4745/2020 (Α'214) τα ακόλουθα:
«1. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που ανήκουν στον ξενοδοχειακό κλάδο δωδεκάμηνης λειτουργίας και απασχολούν εργαζόμενους, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας είχαν τεθεί σε αναστολή εντός του έτους 2020, καταβάλλουν στους εργαζόμενους τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, επί του ονομαστικού μισθού, για το έτος 2020, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή μέχρι τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου. Για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας λαμβάνεται υπόψη και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι συμβάσεις εργασίας είχαν τεθεί σε αναστολή.
2. Για το χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020, αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων της παρ. 1, καταβάλλεται στον εργοδότη, για κάθε εργαζόμενο με σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αποζημίωση αποδοχών αδείας που ανέρχεται σε 2/25 επί της μηνιαίας αποζημίωσης ειδικού σκοπού (534 ευρώ), για κάθε μήνα αναστολής της σύμβασης εργασίας τους. Για εργαζομένους με συμβάσεις μερικής απασχόλησης, η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται κατ" αναλογία των ημερών εργασίας τους.
3. Το ποσό της αποζημίωσης της παρ. 2 καλύπτεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
4. Το ποσό της αποζημίωσης αποδοχών αδείας της παρ. 2 είναι αφορολόγητο, ανεκχώρητο και ακατάσχετο στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη Φορολογική Διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να καθορίζονται η διαδικασία, οι όροι, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να καθορίζονται οι όροι και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ειδικώς για την εφαρμογή του παρόντος μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ»».
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, έχουμε την άποψη ότι το θέμα που σας απασχολεί θα πρέπει να αντιμετωπισθεί σύμφωνα με το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου